21
Αυγ.
11

Κάτω τα χέρια απ’ τις νύχτες μας (κονσέρβα με συντηρητικά)

Επειδή ο σαμζεροζούμ γρινιάζει αυγουστιάτικα για κείμενα που δήθεν χαθήκανε, αναδημοσιεύω δαμαί το κείμενο για τα μπάρ, έτσι όπως το βρήκα από την cache (ψαψε) του γούγλ.

===================================================

Στ’ «ανίψια»,

στον greg, που άνοιξε τον χορό των προσωπικών σημειωμάτων

 

Με την Τ. τα είχαμε κάποτε. Περιπετειωδώς! Η σχέση μας πήγαινε σαν τους σύντομους κύκλους της οικονομικής ανόδου και ύφεσης. Μόνο που κάθε φορά, στο κοίλον της κάθε φάσης, μεσολαβούσε ένα κραχ του 1929- δηλαδή γινόμασταν δαντέλες. Ε, κάποια στιγμή, οι όροι της κρίσης δεν επέτρεψαν κάποιο New Deal. Ο Κέυνς εξ’ άλλου το είχε πει: Μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί! Το ίδιο και αυτή η σχέση. Οπότε, πάψαμε να μιλάμε. Εντελώς!

 

Τέλοσπαντων. Ο καιρός έχει περάσει. Ο πραγματικός χρόνος είναι, σχετικά, λίγος, αλλά ο προσωπικός, πολύς. Νοιώθω αυτό που κάποτε είχε τραγουδήσει ο Ντύλαν: Πολύ νεώτερος απ’ ό,τι τότε. (My back Pages).

 

Είναι κι αυτό ένα εύκολο, «ζωτικό ψεύδος» για να προσπεράσω στα γρήγορα τις μαλακίες που έχω κάνει, αλλά και τις μαλακίες που μου ‘χουνε κάνει. Επειδή όμως δεν ανήκω στην φυλή των Καρεκλοκένταυρων «Ρεπού-ση», θεωρώ ότι «ζωτικά ψεύδη» ενίοτε αποδεικνύονται χρήσιμα στις προσωπικές υπερβάσεις.

 

Εν πάσει περιπτώσει, οι υπερβάσεις γίνονται (και) δια της συνθέσεως. Και στη σούμα που έγινε, κάπου μου ξεφύγανε μερικά δράμια ενοχών. Κι επειδή ανήκω σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι οι ενοχές είναι χρήσιμο συναίσθημα, προκειμένου να εξισορροπήσει ο αναπόφευκτος –για την γενιά μου– ναρκισσισμός, φροντίζω να μην τις αγνοώ.

 

Γι’ αυτόν τον λόγο, που-και-που, περνάω από το μπαράκι που δουλεύει, να πω ένα γεια. Και μόνο ένα γεια. Γιατί όλα τα υπόλοιπα έχουν λεχθεί.

 

Πήγα και προψές. Ήμουνα για λίγο στην Θεσσαλονίκη. Με κάτι κα-τα-πλη-κτι-κούς φίλους, με τους οποίους στήσαμε μαζί στο στέκι μία έκθεση ζωγραφικής. Όταν τελείωσαν όλες οι δουλειές, αργά το βράδυ, πέρασα από εκεί με τ’ «ανίψια».

 

Το μπαράκι δεν είναι τίποτε το ιδιαίτερο. Έχει δυνατή μουσική και ψιλό-τσιμπημένα ποτά. Για κάποιον αδιευκρίνιστο- σ’ έμένα- λόγο έχει κατοχυρωθεί ως το κατ’ εξοχήν πέρασμα των «εναλλακτικών», φρικιών «ντε-και-καλά-διαφορετικών» νεολαίων της πόλης.

 

Καθήσαμε, παραγγείλαμε, μας έφεραν τα ποτά. Πληρώσαμε, μας πιάσανε τον κώλο, και ήπιαμε από μία γουλιά.

 

Πολλές φορές η υπερβολική κούραση, σε φέρνει ενώπιον μίας τρομακτικής διαύγειας. Είναι σαν, μαζί με τον βιολογικό και τον ψυχολογικό σου εαυτό να έχουν εξαντληθεί και οι ορίζοντες του
τετριμμένου, έτσι ώστε σαφώς να διακρίνεις πέρα από αυτούς.
Κι εγώ, 42 ώρες άυπνος, χαμένος κάπου μεταξύ μίας εφημερίδας, ενός περιοδικού, ενός φοιτητικού φυλλαδίου, μιας εκδήλωσης, μιας έκθεσης ζωγραφικής και μίας διπλωματικής είχα μπόλικη τέτοια.
Έτσι, βρέθηκα να παρακολουθώ τριγύρω, όσους περνούσαν, όσους στέκονταν σίγουροι για τον για τον εαυτό τους, με το ποτό στο χέρι και με κάτι-σαν-χαμόγελο-επιτυχίας φορεμένο στο στόμα, κι όσους χόρευαν στους ρυθμούς κάτι σκρατσό-λουπαρισμένων λατινό-νταμπαντούμπα.

 

Ξαφνικά μου φάνηκαν σαν ακίνητοι, καρφωμένοι, στο ίδιο σημείο, κάθε Σάββατο, να συστήνουν το ίδιο ντεκόρ: αυτό μιας ανέμελης νεολαίας που διασκεδάζει κάθε φορά σαν να είναι η τελευταία, μ’ αυτήν την ιδιαίτερη αίσθηση του εφήμερου που χαρακτηρίζει την γενιά μου.

 

Γνωρίζω από πού έλκει ιδεολογικά την καταγωγή του αυτό το πρότυπο: Im girum imus nocte et consumimur igni (Κάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα και η φωτιά της μας καταβροχθίζει) έλεγε κάποτε ο Ντεμπόρ. Αρνούμαστε κατηγορηματικά τους ρόλους, τις σχέσεις και τα πρότυπα που κυριαρχούν στα πλαίσια της (τότε) μοντέρνας κοινωνίας, αμφισβητούμε τον πειθήνιο εργαζόμενο-προτεσταντικής ηθικής-αποταμιευτή, τον ήσυχο δημοκράτη νοικοκυραίο της διπλανής πόρτας. Ξεχυνόμαστε πέραν των χώρων της κυριαρχίας τους –δηλαδή στην νύχτα, όταν οι μηχανές, τα γρανάζια και οι χειριστές τους κοιμούνται– να ζήσουμε έντονα, καταιγιστικά, εδώ και τώρα, οργανώνοντας τις ζωές μας –πέραν οποιασδήποτε αναγκαιότητας– με βάση την αρχή της απόλαυσης: Αφήνουμε την φωτιά της να μας καταβροχθίσει.

 

Πήρα τα πράγματα από την αρχή. Άρχισα πάλι να παρακολουθώ τους γύρω μου, το μαγαζί. Όχι, κανείς δεν διέγραφε καμία κίνηση. Κανείς δεν διέγραφε κανέναν κύκλο μέσα στην νύχτα. Όλοι καθόντουσταν εκεί, στο μπαρ, «περνούσαν καλά» μέχρι να ξημερώσει.

 

Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Το ίδιο και οι πλατείες, τα πάρκα, και πάει λέγοντας. Που και που, μόνο, έβλεπες μερικούς περαστικούς, οι οποίοι με βιάστηκα ή με αργά, ασταθή, μεθυσμένα βήματα έψαχναν το νήμα της συνέχειας. Ένα μπαρ, κι ύστερα άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

 

Ναι λοιπόν, το κέντρο, ο άρχοντας αυτής της «ανέμελης διασκέδασης» ήταν το μπαρ. Είναι το μπαρ.

 

Κι όσο οι ζωές μας οργανώνονται βάσει αυτής της υποτιθέμενης «αρχής της απόλαυσης» κι άρα επίκεντρο της ζωής μας είναι η «ανέμελη διασκέδαση», άλλο τόσο κεντρικότερη σημασία έχει σ’ αυτήν το
μπαρ.

 

Διαμεσολαβεί, δηλαδή, στα πάντα. Εκεί γνωρίζεις φίλους, γνωστούς, το ταίρι σου. Εκεί διασκεδάζεις, εκεί συζητάς πολιτικά. Εκεί ξεδιπλώνεις τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό σου, εκεί γίνεσαι εσύ.
Είπαμε, η κούραση σε βοηθάει καμιά φορά να υπερβείς το τετριμμένο, όχι να το καταργήσεις. Γι’ αυτό αίφνης κατέφυγα στην βολική, τσιτατολαγνεία:

 

Ο βασιλιάς-εμπόρευμα, μέσω της βιομηχανίας της διασκέδασης, καταδυναστεύει τον ελεύθερό μας χρόνο αποικιοποιώντας τις νύχτες μας και ό,τι αυτές συνεπάγονται.

 

Άρχισα να σκέφτομαι πιο διεξοδικά το ζήτημα. Πάνω σε χαρακτηριστικά των μπαρ, της νύχτας, της διασκέδασης:

 

Κι επειδή ήμουν και πρόσφατο θύμα, σκέφτηκα πρώτα την τιμή του ποτού.

 

Τι πληρώνουμε ρε πούστη για να «συνωστιστούμε» ‘δω χάμου…μιλάμε είμαστε πολύ μαλάκες. Λες και δεν έχουμε κασσετόφωνο, λες και δεν μποορύμε να ‘πάμε να ψωνίσουμε κανένα ποτό και να την
πέσουμε σε κανένα πάρκο…

 

Τι πληρώνουμε άραγε;

 

Πολλές φορές διαμαρτύρονται από τα κανάλια για το «όργιο της κερδοσκοπίας στην νύχτα». Κλασσικό ζήτημα. Ένα ποτό ή ένας καφές φαίνεται να πωλείται 200% ή 300% πάνω από το πραγματικό του κόστος.
Οι ιδιοκτήτες επικαλούνται εν είδει αντιλόγου τα λειτουργικά έξοδα. Οι πιο έξυπνοι, υπολογίζουν και ανταπαντούν: μένει τουλάχιστον 150% σπέκουλας.

 

Έχουν δίκιο κι άδικο, σκέφτηκα.

 

Άδικο, γιατί δεν ξέρουν να υπολογίζουν τις αξίες στα πλαίσια του τούρμπο-καπιταλισμού που ζούμε. Στα 7 ευρώ το ποτό δεν πληρώνεις μόνο το ποτό ή το νοίκι, ή τους εργαζόμενους
του μαγαζιού. Πληρώνεις και μια σειρά «άυλων» αγαθών, «υπηρεσιών», που προσφέρει το μπαρ: δηλαδή την κοινωνικότητα, το φλερτ, την εξομολόγηση, τον χώρο και το «ξέδωμα» όλα όσα θα νοιώσεις και θα βιώσεις μέσα εκεί.

 

Δίκιο, γιατί πέφτουν μέσα όταν μιλάνε για ληστεία. Μόνο που συμβαίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που την εννοούν. Γιατί το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Όπως είδαμε, πληρώνεις για όσα θα ζήσεις, ή για την φιλοδοξία να τα ζήσεις. Εξαγοράζεις την νύχτα σου από τους μηχανισμούς αυτής της βιομηχανίας, που σου την αφαίρεσαν.

 

Η ληστεία, δηλαδή, αφορά στην αρπαγή των συναισθημάτων, της κοινωνικότητας– ίσως ακόμα και του έρωτα– από την βιομηχανία της διασκέδασης και όχι μόνο στα 3,4 ή 5 ψωροευρώ («ψωρό», με την έννοια ότι μας κλέβουν κάτι πολύ ευρύτερο). Αυτό πληρώνουμε, πλέον, στα μπαράκια. Στην τιμή του ποτού εξαγοράζουμε μία τζούρα από την ζωή που μας έχουν κλέψει.

 

Δυσφορία.

 

Γύρισα και είδα έναν γνωστό, ντι-τζέι, σε άλλο μπαρ, που περνούσε εκείνη την ώρα. Καλό παιδί, ψιλό «φίρμα» στους χώρους μας ως ντί-τζέι, δίχως όμως να το παίρνει και πολύ στα σοβαρά. Χαιρέτησε κι
έφυγε…

 

Σκέφτηκα αυτόν. Και τον κάθε «αυτόν». Ότι είναι «φίρμα». Και το γιατί.

 

Σκέφτηκα το πώς στην καθημερινότητά μας μετράει πλέον το μπαρ, όχι μόνο ως τον συγκεκριμένο χώρο, αλλά ως γενικό μέτρο, ως γενικό κριτήριο, ως γενική αξία. Πόσες φορές στις παρέες μας δεν το έχουμε αντιμετωπίσει; Στους μικρούς μας κύκλους; «Ο τάδε (ή η δείνα) είναι γνωστός (γνωστή) (και μπορεί και διάσημος/η) γιατί δουλεύει στο πάντιο μπάρ».

 

Πως δουλεύει; Τι παίρνει; Σχεδόν τίποτε. Ασφαλίζεται; Όχι. Πότε σχολάει; Παρασκευή και Σάββατο; Γάμησέ τα, γύρω στις 6.

 

Και τότε γιατί του αρέσει; Γιατί ακριβώς γίνεται γνωστός μέσα από εκεί. Και διευρύνει εκθετικά τον κύκλο των γνωριμιών του, και μάλιστα διατηρώντας μια προνομιακή σχέση, αυτού που είναι «μέσα στα κόλπα».

 

Γιατί η βιομηχανία της διασκέδασης παράγει και διακινεί τα δικά της μικρό-κοινωνικά στάτους. Και είναι απαραίτητα «αντισταθμιστικά» προκειμένου αυτός ο «τάδε» ή η «δείνα» να συμφιλιωθεί–βεβαίως, βεβαίως– με τις άθλιες, καράμαυρες εργασιακές συνθήκες που επικρατούν. Γιατί σιγά μην άντεχε κανείς, με τους ίδιους όρους και τις ίδιες ώρες, ν’ αντέξει τον εαυτό του δουλεύοντας –λογουχάρη– σ’ ένα βυρσοδεψείο…
…Μαζί με την αρπαγή, δηλαδή, δώρο κι ένα παραμύθι

 

Αηδία

 

Γύρισα και κοίταξα «τ’ ανίψια» μ’ ένα βλέμμα βουτηγμένο στην ξινίλα– σκέτη ρέγγα παστή. Εκείνοι μου ανταπέδωσαν το βαριεστημένο βλέμμα του Χάνου: «Θείο, μέσα στα κέφια
είσαι·
σε λίγο θα μας φέρουνε τα κόλλυβα σε σφηνάκι».

 

Ελήφθη το μήνυμα. Πάμε για ύπνο.
Γύρισα και κοίταξα αυτήν την συγκεκαλυμμένη κατάπτωση που μας περιστοιχίζει. Είδα μέσα μου και βρήκα τον καθρέφτη της.

Έφυγα, με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης:

Θλιμμένος για την ύπαρξη της αόρατης μεγαμηχανής που μας περικυκλώνει, πετσοκόβοντας κομμάτι-κομμάτι τις ζωές μας.

Χαρούμενος γιατί βρήκα έναν ακόμη πραγματικό εχθρό, να συμπληρώσω το πάζλ μου με τους ανεμόμυλους.

Υστερόγραφο: Θα ‘ρθει κάποτε ο καιρός, που θα ξανακάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα, με την φωτιά της­­- κι όχι τα ψυχρά φώτα του νέον- να μας καταβροχθίζει. Και τότε, οι χώροι αυτοί θα χάσκουν εγκαταλελειμμένοι, κενοί κι ερειπωμένοι, σαν ναοί μιας περασμένης, παράταιρης θρησκείας.

23 Μαΐου 2007

19
Αυγ.
11

Αντίο.

«Ο άφραγκος ζωγράφος της γειτονιάς σου/
σχεδιάζει τρελές φιγούρες στο σεντόνι σου»

Μπόμπ Ντύλαν

Πολύ καιρό έχουμε να τα πούμε. Πού καιρός για ιστολόγια; Πού καιρός για εξομολογήσεις; «Τα γιοφύρια πίσω μας καίγονται», θα έλεγε ο Σαββόπουλος. Τα γεγονότα ορμούν σα χείμμαρος και διαλύουν τις όχθες των βεβαιοτήτων μας. Ποιός τάχα τράβηξε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας; Οι καιροί αλλάζουν και δεν υπάρχει πουθενά μέρος να κρυφτεί κανείς.

Ο ρυθμός των εξελίξεων συνθλίβει το περιθώριο της καταγραφής. Της περίσκεψης, του αναστοχασμού. Σε αυτά τα πλαίσια τούτο το ιστολόγιο χάνει κάθε νόημα ύπαρξης. Φυτοζωεί κάτω από την υπογραφή του. Είναι ήδη παρελθόν.

Κάπου, κάποτε, όχι πολύ μακρινά, η ανάγκη που γέννησε αυτές τις στιγμές της καταγραφής, θα επανέλθει.

Ζούμε σε μια εποχή που αναδύονται νέοι ορίζοντες –και θέλουμε νέα μάτια να τους αντικρίσουμε. Κι αυτό συμβαίνει γύρω μας –μα και μέσα μας. Πόσο μάλλον σαν ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι υπάρχει ένα ποτάμι που κυλάει εντός μας, ο χρόνος, και μας μεταβάλει. Τίποτε δεν είναι ίδιο όπως χθες. Κι όμως, το χθες μας συνοδεύει, σαν τοπογραφικό σημείο για να μετρήσουμε την απόσταση που έχουμε διανύσει, το εύρος της αλλαγής. Αυτό είναι ένα μάθημα, νομίζω, που κατανοεί κανείς σαν προσεγγίσει τα 30, είναι ένα μάθημα εξοικείωσης με το πώς λειτουργεί επάνω μας ο χρόνος.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, για να αντιπαρέλθουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, πρέπει να φτιάξουμε νέα εκφραστικά εργαλεία. Κι αυτά απαιτούν έναν νέο τρόπο να βλέπει –να διανύει– κανείς τον κόσμο. Όταν θα υπάρξουν αυτά, θα διαμορφώσουν έναν νέο δίαυλο στον διαδικτυακό λαβύρινθο. Μέχρι τότε, αναγκαστικά, οι διαδρομές θα συντελεστούν υπόγεια.

Θα τα ξαναπούμε…………….

03
Μάι.
11

Καλό ταξίδι, Θανάση Βέγγο

15
Απρ.
11

Μια φωτογραφία

Δεν έχω να πω τίποτα. Δεν μπορώ να πω και τίποτα -θα ήταν πολύ μικρό. Βλέπω και ξαναβλέπω αυτή τη φωτογραφία. Αντιλαμβάνομαι το τι χάσαμε όλον αυτόν τον καιρό παραδέρνοντας στους λαβύρινθους μιας κίβδηλης ευτυχίας.

Πρίν από λίγο, ήμουν με φίλους αδελφικούς, συντρόφους, αγιογράφους, στο εργαστήρι τους. Είναι παράξενο, μα αυτή η φωτογραφία φέρνει στο νου μου τις μορφές των αγιών που στέκονταν απέναντι μου.

Χαίρομαι που η κυρία Ελένη, μου δώρισε αυτό το μοναδικό ντοκουμέντο ελευθερίας, αξιοπρέπειας και υπερηφάνιας. Σκέφτομαι ότι η αντίσταση είναι γονιμοποιός δύναμη της ζωής.

Αγώνας για πάντα, σύντροφοι και συντρόφισσες. Η νίκη είν’ ο αγώνας.

1957 ή 1958 Κέρφιου στο χωριό Μηλικούρι. Στο βάθος διακρίνεται Άγγλος αλεξιπτωτιστής

«Mια άλλη πτυχή των μεγάλων δοκιμασιών που υπέστη ο κυπριακός Ελληνισμός την περίοδο αυτή, λιγότερο ή ελάχιστα γνωστή, και για την οποία χρήσιμο θεωρούμε να γίνει σύντομη υπενθύμιση, αφορά στις συλλογικές τιμωρίες και τα βασανιστήρια. Θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ξεχωριστό, εκτεταμένο κεφάλαιο.

[ ]

Η μέθοδος των συλλογικών τιμωριών, ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα πολέμου, είχε ευρεία εφαρμoγή σε πόλεις και αγροτικές κυρίως κοινότητες. Άρχιζε από τον τιμωρητικό εγκλεισμό του κατ’ οίκον περιορισμού (το γνωστό «Κέρφιου»), αφόρητου, ιδιαίτερα λόγω του καύσωνος των θερινών μηνών, που μπορούσε να διαρκεί επί μέρες και εβδομάδες ακόμη (π.χ. η περίπτωση του ορεινού χωριού Μηλικούρι που διήρκεσε 50 ημέρες!), μέχρι την επιβολή προστίμων χιλιάδων λιρών, τα οποία όφειλαν να καταβάλουν οι κάτοικοι εντός συντόμου χρονικού διαστήματος, εν είδει τελεσιγράφου υπό τη σκιά των πάνοπλων Βρετανών στρατιωτών. Τα ποσά αυτά συμποσούνται σε εκατομμύρια λίρες, συμπεριλαμβανομένης της φθοράς και καταστρoφής περιουσιών και καλλιεργειών και της απώλειας χιλιάδων μεροκαμάτων. Η εικόνα συμπληρώνεται με τις πρωτοφανείς σε έκταση ομαδικές συλλήψεις με αποκορύφωμα το μεγάλο ανθρωπομάζωμα του καλοκαιριού του 1958».

Ανδρέα Παστελλά, Πενήντα χρόνια μετά: Η ένοπλη κυπριακή επανάσταση του ’55-’59….

10
Απρ.
11

Διαβάστε ‘δω το παλουκάρι

Έχει κάτι να μας πει… Είναι για το Φεστιβάλ της Κερατέας

 

Ζουμσέρο… Σέροζούμ…Μούζσεροζαμ… ΣαμΖέροΣαμ! (το Βρήκα!)

Α πρό πο, στους λιγοστούς φίλους τουτηνής της σελίβας, 150 κατασκευαστές πλυντηρίων συστήνουν ανεπιφύλακτα το ως άνω ιστολόγιον, εξαιρετικόν στο πεδίον της καθημερινό-πολιτιστικό-κενωνικής κριτικήςε

Καλό βράδυ και καλήν εβδομάδαν

Το νού μας!

06
Απρ.
11

Είχαμε περηφάνια

 

Έχετε προσέξει κάτι; Μετά το 1989 και την κατάρρευση όλου αυτού του κόσμου που σηματοδότησε ο «υπαρκτός», όλες οι εξεγέρσεις των απόκληρων του κόσμου είχαν ως σημαία τους την αξιοπρέπεια. Από τους εξεγερμένους Ζαπατίστας, μέχρι την πλατεία Ταχρίρ.

Όχι το εισόδημα ή την φτώχεια –που τόσο καλά καταγράφεται στις αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, αλλά την περηφάνια, την απωλεσθείσα αξιοπρέπεια των φτωχών ανθρώπων…

Έχετε σκεφτεί ποτέ γιατί;

Ο μαρξισμός, όπως και ο φιλελευθερισμός, προσέγγιζαν -στη θεωρία πάντα- όλον τον πόνο των εκμεταλλευόμενων με όρους μισθού και εισοδήματος. Στην ανάλυσή τους, ο άνθρωπος-εργάτης, η ανθρώπινη εργασία δεν ήταν παρά ένα εμπόρευμα.

Όμως η συνείδηση των καταπιεσμένων, ο πόνος και ο καημός τους δεν είναι ίσος κι όμοιος -ας πούμε- μ’ οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα κυκλοφορεί στην αγορά. Δεν είμαστε προϊόντα της Μηχανής…

Έχουμε ψυχή, κύριοι, κι αυτή η ψυχή δεν είναι που χωρά στα καλούπια ενός κόσμου που θέλει να μεταβάλει κάθε ποιότητα σε αποτιμημένη, ανταλλάξιμη μονάδα. Έχουμε όνομα, σώμα, πατρίδα και ταυτότητα, δεν αρκούμαστε να είμαστε κάποιο «νούμερο 8» στην κοινωνική μηχανική του Κεφαλαίου.

Σκέφτομαι πώς μια από τις αστοχίες αστοχία των απελευθερωτικών θεωριών του παρελθόντος έγκειται ακριβώς στο ότι απέτυχαν να συλλάβουν αυτή την ανθρώπινη-υπαρξιακή συνθήκη των εκμεταλλευόμενων. Στο ότι, ακριβώς σ’ αυτό το ζήτημα, επέλεξαν να μιλήσουν με την γλώσσα της κυριαρχίας.

Ό,τι προσπαθώ να πω μ’ αυτό το πόστ, το είπε ο Μπιθικότσης μ’ ένα λυγμό, στο τραγούδι που προηγείται…

Για να καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει σήμερα -που έχουμε χρέη και δεν έχουμε περηφάνια.

Καληνύχτα.

15
Μαρ.
11

blue valentine

==========================

Δεν έχω τίποτε να πω… Με καλύπτει το άρθρο του Νίκου Ξυδάκη, στην καθημερινή της προηγούμενης Κυριακής. Αν είναι να προσθέσω κάτι, είναι ένα ξεχασμένο κομμάτι των «Ψυχώ» (Psycho), το καλύτερο κατ εμέ κομμάτι του μοναδικού τους δίσκου, Montage Fatal.

==========================

ΠΗΓΗ: καθημερινή (13/3/2011)

Tου Nικου Γ. Ξυδακη 

Σίντυ: Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις; Ντιν: Σαν τι; Σίντυ: Είσαι καλός σε πολλά, θα μπορούσες να κάνεις κάτι… Ντιν: Σαν τι; Να είμαι άντρας σου, να είμαι πατέρας της Φράνκι; Τι; Πώς με φαντάζεσαι; Σίντυ: Δεν ξέρω… Είσαι καλός σε τόσα πράγματα… Εχεις μεγάλη ικανότητα… Ντιν: Σε τι; Σίντυ: Ζωγραφίζεις, τραγουδάς, χορεύεις… Ντιν: Ποτέ δεν ήθελα να είμαι σύζυγος ή πατέρας ενός παιδιού… Αλλά τώρα είναι το μόνο που θέλω να κάνω. Δεν θέλω τίποτε άλλο. Αυτό θέλω. Σίντυ: Θα ήθελα να ‘χεις μια δουλειά, που δεν θα ξεκινά από τις οκτώ το πρωί για να πιεις. Ντιν: Οχι, έχω μια δουλειά που μου επιτρέπει να πίνω από τις οκτώ το πρωί… Είναι πολυτέλεια. Ξυπνάω, πίνω μια μπίρα, πάω στη δουλειά, βάφω ένα σπίτι, τους αρέσει η δουλειά μου, γυρνάω σπίτι και είμαι μαζί σας. Αυτό είναι όνειρο! Σίντυ: Και δεν νιώθεις ποτέ απογοητευμένος; Ντιν: Γιατί να νιώσω έτσι; Σίντυ: Που έχεις τόσες δυνατότητες και… Ντιν: Και λοιπόν; Κάνω αυτό που θέλω. Γιατί πρέπει δηλαδή να βγάζω λεφτά απ’ τις δυνατότητές μου; Σίντυ: Μα δεν σου λείπει; Ντιν: Μα τι εννοείς με τις δυνατότητες; Τι σημαίνει δυνατότητες; Δυνατότητες για τι; Να τις κάνω τι; 

Ο Ντιν και η Σίντυ, το ζευγάρι της ταινίας Blue Valentine, είναι σχεδόν τελειωμένοι, στα τριάντα τους. O Nτιν, με αρχή φαλάκρας, φανελάκι και τατουάζ, είναι ένας νεοπρολετάριος με αισθητική indie και συμπεριφορά Μάρλον Μπράντο στο «Λιμάνι της Αγωνίας» και στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Ενας άντρας που τον στοιχειώνει η οικογένεια που δεν είχε. Και κουβαλάει την έλλειψη φιλοδοξίας, στα μάτια της συντρόφου του τουλάχιστον. Η Σίντυ είναι η νεοπρολετάρια που πήγε στο κολέγιο και έχει φιλοδοξίες, πιστεύει ακόμη στο όνειρο της ανόδου, της καριέρας.

Ο έρωτας τους ένωσε και τους λαμπάδιασε για μια στιγμή, υπέροχα, μελοδραματικά, cool, χίπικα, σαν διαφήμιση της Apple. Αλλά τώρα, μερικά χρόνια αργότερα, ο έρωτας έχει σβήσει, και η αγάπη δεν πρόλαβε να τους δέσει· η ζωή, η ανάγκη, τα στερεότυπα, οι αποκλίνοντες χαρακτήρες, διαλύουν το εύθραυστο υποστύλωμα του νεανικού έρωτα των παιδιών της εργατικής τάξης.
Μόνοι τους, ο καθείς με τους δαίμονές τους, με τον έρωτα σβησμένο, με την αγάπη λιγοστή, βλέπουν στον άλλο ένα εμπόδιο.
Και οι δύο διψούν για αυτοπραγμάτωση. Και οι δύο ζουν μόνοι μεταξύ ενός πλήθους μόνων. Η Σίντυ βλέπει την αυτοπραγμάτωση μέσα από την πρόοδο, την προκοπή, την άνοδο, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων· είχε ξεκινήσει σπουδές, πλησίασε το επόμενο σκαλί, προσπαθεί να το ξαναφτάσει· ο γκρίζος προλεταριακός βίος την καταθλίβει. Προσπαθεί να επανεκκινήσει, πριν να είναι αργά, οδηγημένη από ένστικτο επιβιωτή.
O Ντιν βλέπει την αυτοπραγμάτωση μέσα από την αποδοχή μιας κατάστασης, την οποία δεν την επέλεξε καν: να είναι πατέρας ενός παιδιού που δεν του ανήκει, να κάνει δουλειές του ποδαριού, να χουζουρεύει σπίτι, να παίζει διαρκώς με το παιδί, σαν παιδί.
Ο λαμπερός νέος με το γιουκαλίλι που φλερτάρει τη νύφη ερμηνεύοντας συνταρακτικά το ποπ στάνταρ «You Only Hurt the Ones You Love» (Πληγώνεις μόνο όσους αγαπάς), είναι ένας φθαρμένος γόης, που παίζει, μεθάει και θυμώνει. Η αποδοχή συνορεύει με την παραίτηση.
Βλέποντας την ταινία του Derek Gianfrance δεν έβλεπα μόνο τον πικρό ρεαλισμό μιας σχέσης. Εβλεπα τη βαθιά ψυχή της Αμερικής, της εργατικής της τάξης, με τα μικρά όνειρα, την αμεσότητα των αισθημάτων, την απλότητα των σχέσεων, την αδυναμία του ξεμοναχιασμένου ατόμου, το βάρος του American Dream.
Ο αμόρφωτος Ντιν, με τα ακατέργαστα ταλέντα, θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: Κάνω αυτό που θέλω· γιατί πρέπει να βγάζω λεφτά απ’ τις δυνατότητές μου;
Το ερώτημά του είναι μια σπαρακτική αμφισβήτηση του American Dream, του Δυτικού Ονείρου, του υλιστικού μοντέλου ζωής, του πνιγηρού ντετερμινισμού της διαρκούς προόδου. Γιατί να μην είμαι απλώς αυτό που είμαι; Γιατί να είμαι κάτι παραπάνω, κάτι άλλο;
Τελειώνοντας την κασαβετική αυτή ταινία, με ανθρώπους τρυφερούς και τσαλακωμένους, αντιλήφθηκα ότι στο δράμα τους δεν έβλεπα μόνο εικόνες από την βαθιά Αμερική, αλλά κάτι πιο κοντινό: έβλεπα εικόνες της Ελλάδας σήμερα. Οι indies Ελληνες 20-30ρηδες που μπουσουλάνε στο άνυδρο παρόν έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με τέτοια ερωτήματα, μαχαίρια: Τι ζωή αξίζει να παλέψω; Να αποδεχτώ αυτό που είμαι ή να ματώσω για κάτι παραπάνω; Και τι είναι το παραπάνω; Τι είναι οι δυνατότητες;
==============
12
Μαρ.
11

Ξυλούρης.-

25
Φεβ.
11

Θεσσαλονίκη – Στιγμιότυπα

 

«Στην απαισιοδοξία της λογικής, αντιτάσσω την αισιοδοξία της βούλησης»

Αντόνιο Γκράμσι

Ζώ για λίγες εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη. Τριγυρνάω με το ποδήλατο στο κέντρο, αφισοκολλώ στις συνοικίες, μοιράζω φυλλάδια στις λαϊκές. Προσπαθώ μάταια να κατανοήσω τις αιτίες που αφήνουν αυτή την πόλη μισή μέσα στην κρίση.

Όλοι οι φίλοι μου θέλουν να φύγουν. Κουβεντιάζουμε για ‘κεινους που έσπευσαν πρώτοι. Πρόσωπα αγαπημένα και -ίσως- οι καλύτεροι. Σαν τις φυλές του Ισραήλ ξαπλώνεται στον κόσμο η γενιά μου. Μεγαλώσαμε απότομα. Όχι γιατί -όπως φοβόμουνα- ενταχθήκαμε στο σύστημα, αλλά γιατί αυτό κατέρρευσε και μας ανάγκασε σε αναδίπλωση. Πέσαμε σούμπιτοι στα χέρια της ανασφάλειας, της μιζέριας, της ανεργιάς και της προσφυγιάς.

Και να ‘μαστε τώρα εδώ. Σ’ έναν τόπο που ασφυκτιεί. Σ’ έναν τόπο που ρημάζει. Που τον κυκλώνουν σαν τους γύπες επίδοξοι επενδυτές και μεγαλόσχημοι αναμορφωτές –οι ολιγάρχες, το ξένο κεφάλαιο, οι νέοι επικυρίαρχοι των Βαλκανίων. Και που ταυτόχρονα, σαν τόπος χαμηλώνει διαρκώς. Κοινωνικά, πολιτιστικά, πνευματικά.

Προχθές το βράδυ βγήκα βόλτα στην παραλία. Σε ό,τι έχει απομείνει από αυτή. Κοιτούσα απέναντι, από το Μακεδονία Παλάς, το μέτωπο του κέντρου της πόλης προς τη Θάλασσα: Φώτα, αυτοκίνητα και κλάμπ.  Η Θεσσαλονίκη έχει μεταβληθεί σε φοιτητούπολη. Ζει από αυτό. Ένα τεράστιο θεματικό πάρκο διασκέδασης για υποψηφίους αριστεύσαντες στο πανεπιστήμιο της αμάθειας. Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτή την ακραία εμπορευματοποίηση της φοιτητικής ξεγνοιασιάς.

Ό,τι δεν συμφιλιώνεται μ’ αυτό νεκρώνει. Μέσα σ’ ένα χαρακτηριστικά βαλκανικό, μεταμοντέρνο χάος. Σε μια βαβέλ με ακραίες ανισότητες, διαλυμένη.

Πριν γυρίσω την πλάτη μου στην παραλία. Πριν στρέψω το ποδήλατο στο δρόμο για το σπίτι, ακούω κουπιά. Σαν σε ταινία του Αγγελόπουλου, μπροστά στο λιμάνι, ξυστά από τον κάβο περνάει μια βάρκα σάπια, πανάρχαια, χωρίς μηχανή. Πάνω της, τρεις, μια γιαγιά ντυμένη μαύρα, και άλλοι δυό. Ο ένας να κάνει κουπί, ο άλλος να μαζεύει τα δίχτυα, κι η γιαγιά να τα ξεμπερδεύει. Η ψαριά της βραδιάς. Μέσα σ’ αυτό το πηχτό ζουμί του Θερμαϊκού. Ψάρια ξεβαμμένα με πιτσιλιές από χλωρίνη.

«Η ζωή δεν είναι παρά μια κινούμενη σκιά/ένας αδιέξιος ηθοποιός/που κορδώνεται και δυστροπεί πάνω στο παλκοσένικο/και μετά παύει να ακούγεται: Είναι ένα παραμύθι που το αφηγείται ένας ηλίθιος, όλο οχλοβοή και μανία/χωρίς κανένα νόημα»

Σέξπηρ, Μάκβεθ

14
Φεβ.
11

Άτσαλες σκέψεις περί μουσικής ΙΙ – Μόνικα

Άκουσα πολλά από τα τραγούδια της Μόνικας. Έκτοτε τα ακούω κάθε μέρα. Ανήκω σ’ αυτούς που νομίζουν ότι έχει απίστευτο ταλέντο. Κυρίως μουσικά. Υπάρχει κάτι το πολύ ιδιαίτερο στη μουσική της –και ταυτόχρονα οικείο. Ακούγεται σαν διάβημα ενός άλλου κόσμου, που σε καλεί να μετέχεις. Μάλλον ανήκω κι εγώ στους ενθουσιασμένους, με κίνδυνο όπως πάντα να γράψω υπερβολές κι αμετροέπειες. Ίσως. Ας πούμε, τελοσπάντων, ότι η μουσική της Μόνικα είναι ένα όχημα για να ταξιδέψεις. Πολύ περισσότερο από την 345093459053409η εκδοχή έντεχνης κιθαρωδίας που προβάλεται σήμερα από «μέηνστρημ εναλλακτικά» κανάλια.

Αναπόφευκτα, βέβαια, ο ενθουσιασμός γεννάει και ορισμένες σκέψεις, ορισμένες αγωνίες.

Η Μόνικα με έβαλε να σκεφτώ, τη συνθήκη της «νέας, ελπιδοφόρου δημιουργού» (ίσως να απεχθάνεται αυτή την ταμπέλα όσο κι εγώ). Τον κίνδυνο που έχει να εκτροχιαστεί από την «επιτυχία». Έναν κίνδυνο, που όσο κι αν φαίνεται περίεργο δεν πρέπει να είναι μόνον κίνδυνος προσωπικός, με την έννοια ότι δεν εξαρτάται κυρίως από τους νέους δημιουργούς.

Γιατί υπάρχει μια πολύ σοβαρή αντίφαση στα θεμέλια της μουσικής βιομηχανίας σήμερα. Γιατί από τη μία λειτουργεί με τις ταχύτητες μιας άυλης τουρμποκαπιταλιστικής βιομηχανίας, έχει ανάγκη δηλαδή διαρκώς από «καινοτομίες», δηλαδή «φρέσκο αίμα», «νέα ακούσματα» για να λειτουργήσει. Πλέον μιλάμε με όρους χιτ εβδομάδων, ή δια διάττοντες «ποιοτικούς αστέρες» και όχι με όρους, ας πούμε μόνιμης, δημιουργικής παρουσίας στον αστερισμό της μουσικής.

Από την άλλη όμως, η άλλη όψη της ίδιας της βιομηχανίας, όλο αυτό το σταρ σύστεμ, η προβολή, το αδιάκοπο τρεχαλητό, η φιλοδοξία που σε μπουκώνουν, ο διά της βίας ναρκισσισμός που σου επιβάλουν και όλα αυτά τα συμπαραμαρτούντα, δημιουργούν συνθήκες ανθρωπολογικής εξάντλησης. Πλέον, οι ταλαντούχοι και οι «φερέλπιδες» τα φτύνουν μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ήδη πολύ πιο πρίν από το να εξαντλήσουν τη δημιουργικότητα που έχουν μέσα τους.

Είναι η αντίφαση ενός χώρου που θέλει το νέο και το ελπιδοφόρο για να λειτουργήσει, και που ταυτόχρονα το σκοτώνει σε κάθε του κίνηση του γραναζιού της μηχανής του: Πάρτε για παράδειγμα την Έϊμυ Γουάϊνχαους, που για μένα έχει μια εξαιρετική φωνή, και είναι θαυμάσια ερμηνεύτρια. Ε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή την τρέλα της υπερπροβολής και της εντατικής, βαριάς, τοξικής καλλιέργειας του ίματζ της, η κοπέλα έχει καταντήσει ανθρώπινο ερείπιο, να σέρνεται από κέντρο απεξάρτησης σε ναρκο-όργιο και τούμπαλιν.

Δε λέω ότι αναπόφευκτα καταλήγεις εκεί. Έχω μια αίσθηση όμως, όπως δηλαδή πλακώνει ένα εργοστάσιο ή ένα εργοτάξιο με επενδύσεις σε μια περιοχή και πολύ γρήγορα τη μεταβάλη σε έρημη νεκρή χώρα, οικολογικά και κοινωνικά, όπως πλακώνει η βιομηχανία της διασκέδασης και μεταβάλει ολόκληρα προάστεια σε περιοχές-φαντάσματα, ιδιαίτερα αφότου ο καταναλωτής βαρεθεί τη φυσιογνωμία της περιοχής και αυτή καταρρεύσει στο χρηματιστήριο του θεάματος, έτσι και η μουσική βιομηχανία πλακώνει πάνω στους ανθρώπους, τους ξεζουμίζει μέσα σε μια κιμαδομηχανή δημιουργικότητας και μετά τους εγκαταλείπει πραγματικά ερείπια του εαυτού τους.

Ο Κέρτ Κομπέϊν, με την αυτοκτονία του, είχε πραγματοποιήσει ένα διάβημα καταγγελίας αυτής της συνθήκης. «Δεν αντέχω στον κόσμο τούτο» είπε ο άνθρωπος, κι αποχώρησε Επικούρεια. Βέβαια, όλοι εκείνοι που τον θρήνησαν και που τον έκαναν μπλουζάκι, φρόντισαν επιμελώς να αποκρύψουν ότι ο βιολογικός του θάνατος, ήταν γι’ αυτόν μια φυγή από τη μη-ζωή που είχε δημιουργήσει πάνω του και μέσα του, βιάζοντας τις ευαισθησίες το ίδιο το μουσικό κύκλωμα.

Μπορεί βέβαια και να λέω μαλακίες. Και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που ο καλλιτεχνικός καπιταλισμός δεν είναι τόσο ανεπτυγμένος όσο στη Δύση. Κι εδώ όμως, η δίψα του εγχώριου συστήματος για κάτι νέο, μέσα στο τέλμα που περιτρυγιρίζει τα μουσικά δρώμενα αυτής της ξεπεσμένης ευρωπαϊκής επαρχίας, είναι τόσο μεγάλη που υπάρχει κίνδυνος να αποξηράνει το Πρόσωπο του καλλιτέχνη πολύ γρήγορα.

Αγωνιώ λοιπόν, κι ανησυχώ, για μια τέτοια προοπτική. Γιατί η συνθήκη του σταριλικίου είναι σήμερα αντιανθρώπινη, και στην καλύτερη περίπτωση καταλήγει οδοστρωτήρας της έμπνευσης. Κι όποιος επιθυμεί να επιβιώσει μέσα σ’ αυτήν, θα πρέπει να συνηθίσει κάτι από τη μοναξιά και τη μόνωση του δρομέα των μεγάλων αποστάσεων.

Το δεύτερο σχόλιο, έχω να το κάνω σε σχέση με τη γλώσσα. Τους στίχους στην αγγλική. Φαντάζομαι, βέβαια, ότι θα την έχουν πρήξει την κοπέλα με ερωτήσεις για την επιλογή της. Κι εγώ που είμαι πολιτικό ζώο, το βλέπω διαφορετικά το πράγμα, και αρκετά ξύλινα, επειδή βλέπω παντού την διάσταση της πολιτιστικής αποικιοκρατίας.

Η ζώη όμως, η «πράξη» αν θέλουμε να το βάλουμε έτσι με ένα ταρατατζούμ πολιτικής ορολογίας, έχει προ πολλού αποδείξει ότι οι γραμμές της εξέλιξης των πραγμάτων δεν είναι ευθύγραμμες.

Ας βάλουμε, επομένως, λίγο νερό στο κρασί της (δικής μας) πολιτικής ορθότητας.

Κατ’ αρχήν, λοιπόν, ο αγγλικός στίχος δεν είναι πρόβλημα. Τουλάχιστο για μένα. Σκέφτομαι όμως το εξής. Ότι υπάρχει έτσι όπως ακούω τα τραγούδια ένα χάσμα μεταξύ του βάθους στη μουσική, των χρωμάτων και της υφής της, και των στίχων, των νοημάτων που κοινωνούν.

Δεν ξέρω πώς μπορώ να το εκφράσω καλά γιατί είμαι και άσχετος σε σχέση με αυτά τα θέματα. Νομίζω ότι η γλώσσα έχει μια ποιητική διάσταση. Δεν έχει να κάνει μόνο με την επικοινωνία, τη μεταφορά των νοημάτων, έχει να κάνει και με την κατασκευή τους. Η γλώσσα είναι πολιτιστικό οικοδόμημα και όχι επικοινωνιακό εργαλείο. Η γλώσσα είναι μια κιβωτός, που περικλείει μέσα της τρόπους θέασης του εαυτού, του άλλου του κόσμου.

Επαναλαμβάνω ότι δεν μπορώ να εκφράσω καλά τι εννοώ γιατί είμαι άσχετος με αυτά τα θέματα.

Δε μιλάω για την πολυπλοκότητα των στίχων, ούτε για την πολυπλοκότητα των νοημάτων που εκφράζουν. Μιλάω για την δυνατότητά τους να συγκροτήσουν και να κοινοποιήσουν έναν ολόκληρο συναισθηματικό κόσμο. Διασθάνομαι ότι υπάρχει μια πανουργία της γλώσσας σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Ότι δηλαδή, αν είσαι από εδώ και γράψεις ένα τραγούδι με απλούς στίχους στα ελληνικά, μπορεί να είναι ένα τραγούδι πολύ βαθύ, πολύ μεστό, μια δημιουργία ολοκληρωμένη. Αντίθετα, νομίζω ότι αν προσπαθείς να εκφραστείς πέραν της οικείας γλώσσας, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της έκφρασης και του α-κοινώνητου στον δημιουργό πολιτιστικό πηρύνα της γλώσσας, που δημιουργεί πάντοτε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου και μισού. Μια συνθήκη ανοικειότητας.

Ο Σεφέρης έλεγε «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις σε ξένες γλώσσες». Δεν το λέω για την συγκεκριμένη περίπτωση. Φαντάζεστε όμως τον Ντίλαν να τραγουδούσε στα Γερμανικά;

Όντως, το να βουτήξει κανείς μέσα στις τεράστιες δεξαμενές των νοημάτων και της έμπνευσης της οικείας κουλτούρας, είναι μια πρόκληση που μπορεί να ακούγεται ως πολύ ξένη και απόμακρη για έναν νέο άνθρωπο, που έχει συνηθίσει να ζει μέσα στη νεοελληνική, αποεδαφικοποιημένη μητρόπολη. Τι διάολο όμως; Είναι μια νέα αντισυμβατικότητα, ενάντια στην αποικιοκρατούμενη Κανονικότητα -έτσι δεν είναι; Μπορεί να οδηγήσει σε μια πολύ δημιουργική εξαλλοσύνη –ιδιαίτερα αν μιλούμε για τις εμπνευσμένες μουσικές της Μόνικας, που συνθέτουν ντόπιο και ξένο, εγχώριο και παγκόσμιο σε τόσο ικανοποιητικά επίπεδα που μπορούν από μόνες τους να σταθούν, όχι στην παγκόσμια καπιταλιστική μουσική βιομηχανία, αλλά στη δημιουργική οικουμένη των ανθρώπων.

Μπορεί όλα αυτά να είναι υπερβολές. Μπορεί να είναι και σχήματα και σκέψεις που ντε και καλά τα φόρεσα πάνω στον άλλο, προβάλοντας τη δικιά μου αγωνία πάνω του. Γι’ αυτό ας τελειώνω εδώ. Όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά σκόρπιες σκέψεις. Που προκύπτουν από το γεγονός ότι ήρθα σε επαφή με μια νεά δημιουργία, που μου άρεσε πάρα, πάρα πολύ μετά από πολλά χρόνια.

Και δεν είναι λίγο να αρχίσεις να ξαναγαπάς νέες μουσικές, έτσι δεν είναι;

 




Απρίλιος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
1234567
891011121314
15161718192021
22232425262728
2930