Τὸν τελευταίο καιρὸ ἔχουμε πλακώσει μὲ κάτι φίλους καὶ βλέπουμε ἐργατικὸ κινηματογράφο, προλεταριακὲς ταινίες, διαβάζουμε γιὰ ἐργατικὰ κινήματα καὶ διεκδικήσεις: Μιὰ βουτιὰ στὰ πληβειακὰ κινήματα τῆς τελευταίας 200ετίας, σὲ Δύση, Ἑλληνικὸ Χῶρο, στὴν Περιφέρεια.
Διαβάζουμε μικρὲς καὶ μεγάλες ἰστορίες, ἰστορίες κομματικὲς, λιγότερο ἤ περισσότερο αἰρετικές, μαρτυρίες, λογοτεχνικὲς ἀποτυπώσεις τῆς ἐποχῆς. Τῆς κάθε ἐποχῆς.
Ἕνα πρῶτο, γενικὸ συμπέρασμα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ὑπόβαθρο τῆς πληβειακῆς ἀντιστασιακότητας. Κὶ ἐδῶ, ὁ ὑλισμὸς λειτούργησε ὡς μιὰ ἀφήγηση ποὺ πετσόκοψε τὴν πραγματικότητα. Ὅχι γιατὶ οἱ ὄροι τῆς ἐξαθλίωσης δὲν ὑπήρξαν πάντοτε ὑλικοὶ, κάθε ἄλλο. Γιατὶ διαίρεσε βίαια, μιὰ ὁλότητα καθ᾽ ὅλα ὑπαρκτή, ἕναν πληβειακὸ, πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ κόσμο ποὺ λειτουργούσε εν εἴδει ἀρχιμήδειου σημείου γιὰ κάθε ἀντιστασιακὸ διάβημα. Ἀπὸ τὰ κοινοτικὰ δίκτυα ἀλληλεγγύης ποὺ κουβαλούσαν μαζὶ τους οἱ μετανάστες τῆς ὑπαίθρου, κὶ ἐκείνα τὰ πανάρχαια ποὺ ἐπιβίωναν σὲ στρώματα ποὺ εἴχαν γερὲς ρίζες μέσα στὶς πόλεις, μέχρι μιὰ μεταφυσικὴ –κι ἀκόμα μιὰ λαϊκὴ θρησκευτικότητα– τοῦ προσώπου, ποὺ ἐκπαίδευε τὶς φτωχὲς τάξεις νὰ ζοῦν ἐνάντια στὴν εργαλειακότητα καὶ τὴ χρησιμοθηρία τοῦ νέου, νεωτερικοὺ καὶ φετιχιστικὰ «καινούριου» κόσμου ποῦ ἀνέτειλε.
Σκέφτομαι τώρα πὼς αὐτὴ ἡ ἀπέχθεια τοῦ μαρξισμοῦ πρὸς τὴν πνευματικότητα, αὐτὴ ἡ ὀλικὴ καὶ κάθετη ἔχθρα του πρὸς τὸ μεταφυσικό, ὁ ὑλισμὸς του, ἀν θέλετε, εἶναι ὕποπτος πολλῶν ὁλοκληρωτικῶν στρεβλώσεων. Γιατὶ βέβαια, ἀλλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχει ἕνας μεταφυσικὸς κόσμος ρητὰ ἀναγνωρισμένος ἀπὸ μιὰ κοινωνία, ὁρατὸς καὶ κοινοποιημένος ἔτσι ὤστε νὰ ὐποβάλεται σὲ ἔλεγχο καὶ μετασχηματισμοῦς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πληβειακὸ κόσμο, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὸ πνεύμα ποὺ τοῦ ᾽χει καλλιεργήσει ἠ ζωὴ ἡ δικιὰ τοῦ καὶ τῶν προγόνων του… Καὶ ἄλλο νὰ ὑπάρχει μιὰ ἄρρητη μεταφυσικὴ, ποὺ τρυπώνει παντοῦ, ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων μέχρι τὸ ἄτεγκτο βλέμμα τοῦ πατερούλη, ποὺ καθιερώνει μιὰ πνευματικὴ δουλικότητα τῶν πληβειακῶν τάξεων ὅμοια τῆς ὁποῖας μπορεῖ κανεῖς νὰ ἀπαντήσει μόνο σὲ φαραωνικοῦ τύπου καθεστώτα.
Θυμάμαι τὸν Παπαϊωάννου. Ἔνα μικρὸ του βιβλίο ποὺ τιτλοφορεῖται Ψυχρὴ Ἰδεολογία. Σκέφτομαι πὼς δυστυχώς στὶς πιὸ ἐπιβλητικὲς του μεγαλοπρέπειες, τοῦτος ὁ ὑλισμὸς ὑπήρξε ψυχρὸς γιὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Κὶ αὐτὴ του ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ λαϊκὴ ψυχὴ, τὸ πρῶτο σημείο ἀπόκλισης ἀπὸ τὸν πληβειακὸ κόσμο, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ καθοριστικὰ ἔκεῖνα στοιχεῖα ποὺ παρεῖχαν τὴ βάση γιὰ τὸ μετασχηματισμὸ τοῦ ὑλισμοῦ σὲ ἰδεολογία νέων, ἀνερχόμενων, κυρίαρχων τάξεων…
***
Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀκούγονται πολὺ θεωρητικὰ, καὶ λίγο ἀπόμακρα γιὰ τὴ σημερινὴ κατάσταση, ἰδιαίτερα σὲ νεώτερους ἀνθρώπους ποὺ οὔτε ἔζησαν οὔτε ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ δράμα τῆς ὀλοκληρωτικῆς ἐκτροπῆς τῶν σοβιετικῶν κινημάτων τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰ. Ἀκούγονται, καὶ σὲ κάποιο βαθμὸ εἶναι, σὰ σὲ ἠθικὸ δίδαγμα κάποιου μακρινοῦ αἰσώπειου μύθου.
Τὸ ἐνδιαφέρον σχετικὰ μὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὸ πὼς γειώνεται μιὰ τέτοια κακὴ παράδοση στὶς νεοελληνικὲς πραγματικότητες τοῦ σήμερα. Καὶ ἰδιαίτερα στὸ πὼς, ἰδιαίτερα στοὺς χώρους ὄπου ἡ αὐτο-ὀργάνωση καὶ ἡ χειραφέτηση τῶν πληβειακῶν τάξεων λατρεύεται σὰ τοτὲμ.
Κὶ ἐκεῖ βλέπουμε τὴν ἴδια ἀποστροφὴ γιὰ τὸν κόσμο τῶν πληβείων, ποὺ καταδικάζεται συλλήβδην μὲ τὴν κατηγορία καραμέλα τοῦ μικροαστισμοῦ. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πεδίο, ὁ έλιτισμὸς τῶν μεσοστρωμάτων συναντάει ἕναν κακοχωνεμένο τἀχα-μου νιτσεϊσμὸ, ἀπὸ ἐκείνον ποὺ παρουσιάζεται ὥς τέτοιος στὶς ψευδοκουλτουρὲ φυλλάδες.
Κὶ ὅμως, ἀν δεῖ κανεὶς τὸ ἰστορικὸ τῆς αὐτο-ὀργάνωσης τῶν ἐλληνικῶν λαϊκῶν τάξεων, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴ μεταπολίτευση, θὰ συναντήσει ἔκπληκτος νὰ εἶναι καμωμένο ἀπὸ τὰ ἴδια μισητὰ ὐλικὰ. Ἀς δεῖ κανεῖς τὸν «Ἀγὼνα» τῶν ἔξι τῆς «Λαϊκῆς Ἀλληλεγγύης» τοῦ ΕΚΚΕ, ἕνα ντοκυμαντὲρ γιὰ τοὺς πρώτους, ἐργατικοῦς ἀγώνες τῆς μεταπολίτευσης τὸ ὁποῖο πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ, στὰ πλαίσια μιὰς ρεπούσιας κι ὁργουελιανῆς ἀντίληψης γιὰ τὴν ἰστορία εἶχαν οἰκειοποιηθεῖ κάτι ἀντιεξουσιαστὲς καὶ τὸ προέβαλλαν μὲ διασκευασμένο τίτλο «Ἕλληνες Πακιστανοὶ ὄλοι μαζὶ», θα δεῖ ὅτι τὸ «ὑποκείμενο» εἶναι ἀκριβῶς οἱ μισητοὶ ἄνδρες καὶ γυναίκες «τῆς διπλανῆς πόρτας». Ὁ φτωχὸς ἀγρότης στὸ τρακτὲρ μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία, ἡ ἐργάτρια νοικοκυρὰ μὲ τὸ μαντήλι, ὁ φτωχὸς ἐργάτης, συχνὰ μικρασιάτης πρόσφυγας, τοῦ καφενείου. Ὅτι ἀκριβῶς καταγγέλεται, δηλαδὴ, συχνὰ στ᾽ ὄνομά τους, μέσα ἀπὸ τὶς ἐκατοντάδες ἀφίσες ποὺ βλέπουμε στὸ δρόμο.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴ Σπίθα τοῦ Θεωδωράκη. Ἑνῶ ἀποτελεῖ τὸ πρώτο ἐγχείρημα αὐτο-ὀργάνωσης λαϊκῶν τάξεων μὲ ἀμεσοδημοκρατικὴ λογικὴ, ἐνῶ μπορεῖ κανεὶς νὰ συναντήσει μέσα στὶς πολυπληθεῖς συνελεύσεις του ἀπὸ μανάβηδες, μπακάληδες, ὑδραυλικοῦς, ἀνεργους οἱκοδόμους, μέχρι γιατροῦς, δικηγόρους καὶ ἐλεύθερους σκοπευτὲς τοῦ διαδικτύου σὲ κρίση πολιτικῆς μεγαλομανίας, ἐνῶ τὰ στοιχεία ποὺ συνθέτουν αὐτὴ τὴ δυναμικὴ βρίσκονται πολὺ κοντά στὸ πλήθος τοῦ Ἀντώνιο Νέγκρι ποὺ πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, καὶ προτοῦ ξεχαστεῖ ὤς κάθε ιδεολογικὸ λάιφσταιλ φτιασίδι, ἀποτελούσε ἄλλο ἕνα εἴδωλο πρὸς λατρεία αὐτῶν τῶν χώρων.
Ἄλλα η Σπίθα τοῦ Θεοδωράκη, καταδικάζεται συλλήβδην ὤς «ἐθνικοσοσιαλιστικὴ». Καὶ τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι καταδικάζεται ὤς τέτοια ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει πετύχει πρὸς τὸ παρὸν αὐτὸ ποὺ διακηρύττει. Νὰ ἐκφράσει μέσα ἀπὸ ἄμεσες, ἀνοιχτὲς διαδικασίες, χωρὶς μεσολαβήσεις καὶ δόλιες «ἐκπροσωπήσεις» τὸν παλμό τοῦ ὑπὸ λεηλασία ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἀπλὰ τὸ πρόβλημα τῶν αὐτῶν χώρων, εἶναι κυρίως πολιτισμικὸ, καὶ ἀφορὰ σὲ τελευταία ἀνάλυση μὲ μιὰ βαθιὰ ἀντίθεση ποὺ διατηροῦν ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ… Καὶ τούτο εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰτία τῆς ἀντιπαράθεσης.
Κὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες χώρες ἔξω ἀπὸ τὴν μητρόπολη τοῦ καπιταλισμοῦ, ὁ αὐτὸς ἐλιτισμὸς ποὺ περιγράψαμε μὲ γενικούρες στὴν πρώτη ἐνότητα τῶν σημειώσεων αὐτῶν, πολλαπλασιάζει τὶς ἀλλοτριωτικὲς τοὺ λειτουργίες, καθῶς ἐμπλέκεται στὴν καλλιέργεια τῆς ἀντίθεσής τοὺ μὲ τὸν κόσμο τοῦ «ντόπιου, γήινου λαοῦ», μὲ τὴν ἀποικιοκρατία. Καὶ τούτο γιατὶ ἰστορικὰ, αὐτὴ ἡ «τάχα-μου-ἀπὸ-τἀ-μέσα» ὑπονόμευση τῆς κουλτούρας καὶ τοὺ πνεύματος τῶν λαϊκῶν στρωμάτων ἔχει παίξει ρόλο πολιορκητικοῦ κριοῦ στὴ πνευματικῆ ἀποικιοποίηση τοῦ τόπου. Ἕνα ἐγχείρημα δηλαδὴ φωτισμοῦ καὶ διαπαιδαγώγησης τοῦ ἵδιου τοῦ λαοῦ, ποὺ καταλήγει πολὺ συχνὰ ν᾽ ἀποτελεῖ ἕνα νόθο προτσέσο τῆς αποικιοκρατίας…
Ἀλλὰ ἥδη ἡ βαλίτσα ἔχει πάει πολὺ μακριὰ…
Υ.Γ. Ὅλα τούτα δὲν ἀποτρέπουν βέβαια, ἐγχειρήματα ὅπως αὐτὸ τῆς Σπίθας τοῦ Μίκη νὰ πὰν ἐντελῶς σκατὰ, ἀκολουθώντας τὸν ἐσχάτως κυρίαρχο κανόνα αὐτῆς τῆς ὑπέροχα σάπιας χώρας…
Υ.Γ.2 «Ἡ ζωὴ ἐναλάσσεται, σὰ σὲ ντελίριο μέσα σ᾽ ἕνα «ρόλερ-κόστερ-τζούντ (τρενάκι-του-φόβου)» εἴπες ἕνα μουντὸ, σκυθρωπὸ πρωϊνὸ. Ἐγῶ Ν., σύντροφε, σοῦ λέω «νὰ σπάσουμε τὴ μόνωση τοῦ τσιμέντου. Νὰ βγούμε ἔξω. Γύρνα φτερωτὴ τοὺ Μύλου!». Δύο χάσκακες ποὺ πετοῦν τσουβάλια ἀνάκατα, λέξεις συναισθήματα ὁδοφράγματα στὴν ἀποσύνθεση ποὺ πλυμμηρίζει.