Αρχείο για Μαΐου 2010

30
Μάι.
10

Το σώμα σε κώμα

Οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση περί του στρατεύματος και του ρόλου του μέσα στη σημερινή Ελληνική κοινωνία υπονομεύεται εξ αρχής από τα φαντάσματα που ξόρκισε η ίδια η μεταπολίτευση. Η χούντα, κι εκείνος ο τόσο χαρακτηριστικός αυτισμός της δήθεν εθνικοφροσύνης που διαπότισε το στράτευμα από τον εμφύλιο και μετά απαγορεύει οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση σε σχέση με το πώς μπορεί η ίδια η ελληνική κοινωνία να αναδιοργανώσει και να διαχειριστεί το ένοπλο δυναμικό της, το οποίο ας μην ξεχνάμε πως σε μια εποχή που βασιλεύει η πιο χυδαία και εξατομικευμένη ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού είναι ακόμα λαϊκό.

Το ίδιο φάντασμα εκδηλώνεται και πίσω από τα συρματοπλέγματα που διαχωρίζουν την πολιτική από την στρατιωτική ζωή. Μέσα στο στρατό, όμως, παίρνει πολύ διαφορετική μορφή. Εκεί, το φάντασμα ενός ολόκληρου στρατιωτικού κόσμου που ξεπήδησε μέσα στα χρόνια του εμφυλίου, του κράτους της δεξιάς και που κατέληξε στην δικτατορία υφίσταται ως σκιάχτρο που ναρκώνει το στράτευμα, καταδικάζοντάς το σε κώμα. Έτσι ο στρατός σήμερα αποφεύγει οποιαδήποτε σχέση και αναφορά τόσο στο παρελθόν, τις παραδόσεις και την ταυτότητα της Ελλάδας, όσο και με το παρόν της, δηλαδή με τα τραγικά αδιέξοδα που υπονομεύουν την εθνική ανεξαρτησία και απειλόυν την κοινωνία μας με κατάρρευση.

Σήμερα ο στρατός έχει καταντήσει δηλαδή ένας απρόσωπος και αποψιλωμένος από οποιαδήποτε έννοια συλλογικής ταυτότητας, άκρως εργαλειοποιημένος θεσμός, ο οποίος δυσκολεύεται πάρα πολύ να εφεύρει και να προωθήσει στο εσωτερικό του πραγματικούς συνεκτικούς δεσμούς. Γι’ αυτό και ιδιαίτερα στο φαντασιακό πεδίο λειτουργεί με θλιβερά υποκατάστατα: Για τα στελέχη είναι η πλατιά διαδεδομένη αντίληψη  ότι ο στρατός αποτελεί την πιο εξασφαλισμένη εκδοχή του δημοσίου τομέα (μια αντίληψη που  προωθεί συστηματικά η κυρίαρχη νεοελληνική ιδεολογία σε όλους τους νέους, μέσα από την προπαγάνδα του «επαγγελματικού προσανατολισμού» που διεξάγουν τα ΜΜΕ κάθε άνοιξη). Και για τους δε φαντάρους, οι συνεκτικοί δεσμοί δεν είναι παρά οι πιο χυδαίες εκφράσεις της τηλεοπτικής κουλτούρας του συρμού, η μέχρι αηδίας δηλαδή συζήτηση για την Τζούλια Αλεξανδράτου, την Ντούβλη και τις μεταγραφές στο ποδόσφαιρο.

Αυτές είναι οι κύριες πτυχές της ιδεολογίας του στρατεύματος σήμερα. Και βέβαια, μέσα σ’ αυτόν τον τελματωμένο από ιδεολογία, ταυτότητα και ελπίδα περιβάλλον τίποτε δεν πάει καλά. Πώς θα εξορθολογιστεί η πειθαρχία που απαιτεί ο στρατός δίχως να υπάρχει η επίκληση σε ανώτερα ιδανικά; Και πως θα διαχειριστεί, είτε ο φαντάρος, είτε τα στελέχη και οι αξιωματικοί, ένα ρεύμα που έχει επικρατήσει την τελευταία 25ετία, για την φιλελευθεροποίηση και τον εκδημοκρατισμό μέσα στο στρατό; Αν η πειθαρχία του στρατού φάνταζε στο παρελθόν αποτρόπαια, φασιστική και εκμηδενιστική, σήμερα εκνευρίζει μόνο για την παραδοξότητά, και τον σουρεαλισμό της, ενώ, βεβαίως, φαντάροι και αξιωματικοί ερμηνεύουν τον «εκδημοκρατισμό» όπως και η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία: όχι ως μια σοβαρή απόπειρα για εξισωτισμό, αλληλοσεβασμό, αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια, αλλά ως ασυδοσία, σταρχιδισμό και λούφα.

Όλα αυτά, όμως, δημιουργούν ταυτόχρονα ένα τέλμα και ένα κενό. Κι επειδή οι ανθρώπινες κοινωνίες, όπως και η φύση, απεχθάνονται το κενό, τούτο σπεύδει να καλυφθεί από την κεκτημένη ταχύτητα της κυρίαρχης νεοελληνικής ιδεολογίας. Βεβαίως, η πρόταση που αυθόρμητα προκύπτει και που τώρα βρίσκεται σε φάση υλοποίησης, απηχεί σ’ όλα τα κεντρικά χαρακτηριστικά του υπερφιλελεύθερου, άκρως εξατομικευμένου, παγκόσμιου καπιταλισμού: Γι’ αυτήν, ο στρατός θα πρέπει να γίνει μισθοφορικός,να αναδιοργανωθεί βάσει ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων και να αποκοπεί ολοκληρωτικά από το κοινωνικό σώμα.

Απέναντι σ’ αυτήν τη θέση, δεν υφίσταται καμία εναλλακτική λύση, με κύρια ευθύνη της αριστεράς, η οποία στην Ελλάδα επέλεξε να θεωρητικοποιήσει πλήρως τη «λούφα και παραλλαγή», προωθώντας μια στρεβλή αντίληψη «συνδικαλισμού» στο στρατό, που προσέχει μόνο τις υπηρεσίες, τις άδειες και τις μεταθέσεις, αδιαφορώντας απολύτως για την διαχείριση και το περιεχόμενο του θεσμού. Κι αυτό βέβαια γιατί, ένα μεγάλο κομμάτι της ρητά ή άρρητα θα επιθυμούσε στο ίδιο μήκος κύματος με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό, να καταργηθεί το σώμα των κληρωτών, αν όχι να καταργηθεί  ο στρατός ολοκληρωτικά. Μέχρι τότε, βέβαια, μπορεί να υπερασπιστεί τα «δικά του παιδιά».

Κι όμως, οι συνθήκες ευνοούν την διαμόρφωση και την προώθηση μιας εναλλακτικής πρότασης. Μιας εναλλακτικής πρότασης που θα κινείται στον αντίποδα των σημερινών τάσεων και θα επιμένει να χτίσει έναν δημοκρατικό, λαϊκό, εξωστρεφή στρατό άμεσα. Και αυτή η απόπειρα μπορεί να πετύχει για πέντε κυρίως λόγους.

Πρώτον, γιατί είναι ζήτημα αποτελεσματικότητας. Η ελληνική κοινωνία διέρχεται ίσως την μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, και βλέπει το φάσμα μιας πολλαπλής κατοχής, με αιχμή τον νεο-οθωμανισμό να πλανιέται πάνω από το κεφάλι της. Βεβαίως, μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, ένας αποτελεσματικός λαϊκός  στρατός αποτελεί εχέγγυο ελευθερίας, αυτονομίας, και δημοκρατίας.

Δευτέρον, γιατί μια τέτοια εκδοχή του στρατού, μπορεί να αντλήσει από τις πιο σημαντικές παραδόσεις του ελληνικού λαού. Υπάρχει ήδη μέσα στην ιστορία μας σε διάφορες μορφές. Πιο συγκεκριμένα, η στρατιωτική παράδοση του ύστερου Βυζαντίου (που ανακεφαλαιώνεται στο σύμβολο του Διγενή Ακρίτα), η συνέχειά της με τον τρόπο που εκδηλώθηκε τόσο στις κλέφτικες παραδόσεις, όσο και στα αντάρτικα (κυρίως με το ΕΑΜ), μπορούν να αποτελέσουν παραδείγματα για την ανασυγκρότηση του στρατεύματός μας. Γιατί μέσα από αυτά μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία της κοινωνικής κινητοποίησης για την οργάνωση του στρατού, το πως λειτούργησε η κοινοτική αυτό-οργάνωσή του, τη σημασία που έπαιξε η πρωτοβουλία, η εφευρετικότητα και η πολυειδίκευση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση εχθρών πολύ πυκνότερων και ισχυρότερων, αλλά και να αντλήσουμε από το μεγαλειώδες αντιστασιακό πνεύμα και το διάβημα της ελευθερίας που χαρακτηρίζει την ιστορική διαδρομή του ελληνικού λαού. Η επεξεργασία όλων αυτών των στοιχείων σαφέστατα μπορεί να επιτρέψει την διαμόρφωση ενός «ελληνικού δρόμου» για λαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης, που να απαντάει στις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μας.

Τρίτον, γιατί το πρότυπο ενός δημοκρατικού, λαϊκού στρατού έχει αποδειχθεί τον τελευταίο καιρό πολύ πιο αποτελεσματικό από πάρα πολλές απόψεις, σε σχέση με στρατούς υπερεξοπλισμένους, υπερ-επαγγελματικούς και εσώκλειστους στα στρατεύματά τους. Τα παραδείγματα της Χαμάς και της Χεζμπολά στο πεδίο της μάχης εναντίον  του Ισραηλινού στρατού είναι μόνο τα πιο πρόσφατα. Από μια άλλη σκοπιά, αλλά στο ίδιο μήκος κλίματος, είναι και το παράδειγμα του Βολιβαριανού στρατού της Βενεζουέλας: Ενός στρατού που αμφισβήτησε την διελκυστίνδα αναμεταξύ ενός στρατού εργαλείου των αντιλαϊκών δικτατόρων, κι ενός στρατού εσώκλειστου και ιδρυματοποιημένου στα στρατεύματα, και άνοιξε προς την κοινωνία, παίρνοντας ενεργό μέρος στην καταπολέμηση της φτώχειας, στην διασφάλιση των υποδομών για το λαό, χτίζοντας σχολεία, και αναλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.

Τέταρτον, γιατί η κρίση και η τελμάτωση έχει ξυπνήσει τις ευαισθησίες στους ανθρώπους, και είναι μετά από πάρα πολλά χρόνια έτοιμοι να μιλήσουν, να ακούσουν και να συζητήσουν σχετικά με αυτά τα θέματα.

Και πέμπτον, γιατί το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ακόμα κεκτημένο. Παρ όλες τις παγκοσμιοποιητικές μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί τον τελευταίο καιρό, και παρ όλη την στρέβλωση στις λογικές και τις πρακτικές που έχει μεταδόσει το γενικότερο κλίμα της ελληνικής κοινωνίας και στο στράτευμα, αυτό δεν παύει να έχει ως βάση του κληρωτούς, δηλαδή να έχει σε τελευταία ανάλυση λαϊκή βάση. Αυτό, βεβαίως, όπως είπαμε και στην αρχή, στις εποχές του πιο παροξυστικού καπιταλιστικού ατομικισμού είναι μια παραφωνία που σαφέστατα θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε.

Εν τάχει, μπορούμε να πούμε ότι μια θητεία που θα περιλαμβάνει από θεωρητικά μαθήματα (στρατιωτικής και πολιτικής ιστορίας, γεωπολιτικής και διεθνών σχέσεων), εκπαίδευση στα όπλα, αλλά και πρακτική κοινωνική συνεισφορά (προγράμματα κοινωνικής αλληλεγγύης –συσσίτια, κατασκευές και συντήρηση υποδομών, μαζική μεταφορά κ.ο.κ.), μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την συγκρότηση αυτού του εναλλακτικού προγράμματος για τον στρατό. Τέτοιου τύπου προτάσεις, όχι μόνο μπορούν να διαμορφώσουν έναν αποτελεσματικό στρατό με υψηλό φρόνημα αντίστασης και ελευθερίας, αλλά και θα δώσουν πραγματικά την αίσθηση στους φαντάρους ότι συνεισφέρουν ενεργά στον αγώνα του ελληνικού λαού για μια αξιοπρεπή ζωή, δίνοντας άλλο νόημα στην συμμετοχή τους στο στρατό.

Και σ’ αυτό το ζήτημα, όπως και σ’ όλα τα άλλα που κατακρημνίζουν την ελληνική κοινωνία, απαραίτητη προϋπόθεση για να πιστέψουμε σε κάποια θετική αλλαγή, είναι να υπερβούμε τους καταρρέοντες ορίζοντες του μεταπολιτευτικού μας βίου. Μέχρι τότε, η συζήτηση θα ανακυκλώνεται βασανιστικά σε ό,τι στρατιωτικό έχει μάθει να απασχολεί την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια: Τα Ι5 των καλλιτεχνών, τα βύσματα των χαϊδεμένων τους τέκνων, και την προοπτική αυτά τα ίδια τα τέκνα να «τσιμπίσουν χιλιαρικάκι και βάλε» επιλέγοντας να φοιτήσουν στις στρατιωτικές σχολές των αξιωματικών και των υπαξιωματικών. Έτσι όμως, η κερκόπορτα θα παραμείνει ανοιχτή, οι εχθροί θα παραμείνουν εντός των πυλών, και τα νέα, πιο τρομερά δεσμά από Δύση και Ανατολή θα μας καθηλώσουν για άλλη μια φορά υπόδουλους.

Advertisement
07
Μάι.
10

Μίσος ταξικό – 3 από ασφυξία

Το πρόβλημα έγκειται σε μια ορισμένη αντίληψη της ταξικής πάλης, που τόσο πολύ έχει επεκταθεί στους χώρους της αμφισβήτησης τα τελευταία 3-4 χρόνια.

Αυτή του «μητροπολιτικού ανταγωνισμού», του «μίσος ταξικό-κουφάλες πατριώτες» που τόσο πολύ φοριέται από τους ριζοσπαστικούς κύκλους των μεσοστρωμάτων της νεολαίας.

Κι όμως –αυτή η αντίληψη αποτελεί μια νομιμοποιητική ιδεολογία μιας μητροπολιτικής στάσης και τάσης που είναι μάλλον αντιδραστική –και ποτέ ανατρεπτική.

ΤΟ σύνθημα λέει αλήθεια για τον εαυτό του, μόνο ως το πρώτο σκέλος: Το μίσος. Είναι το ατομικιστικό, βαθύ μίσος, του σχιζοειδή μητρπολιτάνου, αυτό το μίσος που τόσο παραστατικά είδαμε στον «ταξιτζή» με τον Ντε Νίρο. Είναι ένα μίσος σαφέστατα αντισυμβατικό, γιατί ακριβώς έχει μοναδική πηγή αναφοράς μια υστερική έκρηξη του αλλοτριωμένου εαυτού -κι ως εκ τούτου δεν χωράει σε κανένα σχήμα συλλογικής, δηλαδή κοινωνικής οργάνωσης (καταναγκαστικής ή απελευθερωτικής). Αλλά ταυτόχρονα κι ένα μίσος ακραία μηδενιστικό, γιατί ακριβώς στον ορίζοντά του δεν βλέπει καμία «αδελφότητα» πέρα από την κουκουλωμένη αδελφότητα των σκοτεινών τιμωρών, που δικάζουν και εκτελούν σαν τον δικαστή Ντρέντ, με τα όπλα στο χέρι.

Γι’ αυτό και, μέχρι τώρα κάθε μαζική εκδήλωση αυτού του «ταξικού μίσους» έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της, την ολοκληρωτική απουσία σαφέστατης ταξικής αναφοράς. Οι φορείς της, σπάζουν αδιάκριτα, μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, περίπτερα, στάσεις λεωφορίων (δημόσιες υποδομές), τράπεζες, αυτοκίνητα και μοτοσακό. Το ίδιο μαρτυράει και η εστίαση της αντιπαράθεσης στον «μπάτσο», το τυφλό όργανο του καταναγκασμού, και όχι σε κάποιον φορέα της ταξικής κυριαρχίας του τόπου, τον εντολοδότη του.

Υπό αυτό το πρίσμα, δεν ήταν διόλου απίθανο να συμβεί αυτό που συνέβη πριν από τρεις μέρες, ακυρώνοντας μια από τις μεγαλύτερες πορείες της μεταπολίτευσης.

Ίσα-ίσα. Πρόκειται για προβλέψιμες και αναπόφευκτες παράπλευρες απώλειες πράξεων που δεν έχουν κανέναν άλλο στόχο πέρα από το να εξαπολύσουν την ρομφαία αυτού του μίσους μέσα στο και εναντίον του μητροπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο επωάζεται.

Τη στιγμή που επιχειρείται ανοιχτά εκτροπή του πολιτεύματος, την στιγμή που μπροστά μας ξεδιπλώνεται σε όλες τις διαστάσεις ένα απροκάλυπτο καθεστώς κατοχής του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον, με σύσσωμες τις ελληνικές άρχουσες τάξεις να παίζουν το ρόλο του δοσίλογου και του ενεργούμενου, την στιγμή που επιβάλεται δια της ανοιχτής βίας πολιτικές με τις οποίες οι κυρίαρχει παίρνουν την ταξική ρεβάνς από τον ελληνικό λαό –σε μια συγκυρία που συμβαίνουν όλα αυτά ταυτοχρόνως, τα εξεγερσιακά δυναμικά της ελληνικής κοινωνίας δείχνουν να εγκλωβίζονται σε στάσεις και συμπεριφορές που παραπέμπουν σ’ ένα σκηνικό «πολέμου όλων εναντίον όλων».

Έτσι, όσοι εκ του πονηρού, πόνταραν στο άλογο αυτού του μίσους, σε αναζήτηση μιας νέας «ταξικής συνείδησης» προς άγραν κοινού, μελών, στελεχών ή ψηφοφόρων, μόλις τις τελευταίες ώρες κατανοούν τι θύελλες έσπειραν*.

Θα πρέπε να γνωρίζουν όλοι αυτοί, ότι το τυφλό και απελπισμένο μίσος, η βία και η οργή δεν απαντώνται μόνο στις εξεγερσιακές καταστάσεις, αλλά και σ’ εκείνες που προσιδιάζουν τις συνθήκες της ρωμαϊκής αρένας. Ως προς αυτό, γνωρίζουμε πολύ καλά πώς η αυτοκρατορική κοινωνική μηχανική της Ρώμης χρησιμοποιούσε αυτού του τύπου τα θέματα, ώστε να ακυρώσει (δια της εκτόνωσης ή δια του φόβου) την πολιτική λειτουργία του πλήθους. Και γνωρίζουμε επίσης, ότι αυτή πρακτική της αυτοκρατορικής Ρώμης ευθύνεται για το ότι, οι συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στην αρένα, αγκάλιασαν όλη την ρωμαϊκή κοινωνία κατά την εποχή όπου η αυτοκρατορική τάξη και ασφάλεια άρχισε να αποσυντίθεται.

Νομίζω πώς η «αντίθεση» του μηδενιστικού μίσους, στη «θέση» μιας χώρας που υποτάσσεται όντας ολοκληρωτικά σάπια σ’ αυτό το στυγνό καθεστώς, δεν μπορεί παρά να παράξει «αποσύνθεση».

================

* Θα πρέπει να γίνει επιτέλους μια συζήτηση που να διαχωρίζει λίγο τα μέσα από το περιεχόμενο. Να επικεντρωθούμε λίγο στο κοινωνικό υποκείμενο αυτό καθ’ αυτό. Ως προς αυτό, η εξίσωση που έχει γίνει από διάφορους χώρους ότι αυτού του τύπου η «κοινωνική αντιβία» οδηγεί στην ανάπτυξη των ανατρεπτικών και των ριζοσπαστικών συνθηκών στους κόλπους της κοινωνίας, είναι εντελώς εσφαλμένη.

Διότι μέχρι τώρα η ιστορία δείχνει ότι μάλλον αποτελεί ανταγωνιστικό μέγεθος και την υπονομεύει. Ας δούμε την περίπτωση της συλλογικής αυτο-οργάνωσης της μαύρης κοινότητας στις ΗΠΑ. Η άνοδος της «διάχυτης, μητροπολιτικής αντιβίας» σήμανε το τέλος των ανατρεπτικών δυναμικών και όχι την απαρχή ενός νέου κύκλου. Αντίθετα, ήταν αυτή που έθεσε τις βάσεις για την γκανγκστερική εκτροπή των δυναμικότερων κομματιών, εξέλιξη που μέχρι σήμερα υπονομεύει την υπόθεση της χειραφέτησης του. Με άλλη μορφή, και ορισμένες ιδιαιτερότητες, ανάλογα πράγματα συνέβησαν και στις πόλεις της Βραζιλίας, όπου η άνοδος των συμμοριών λειτούργησε αποτρεπτικά στην συγκρότηση ενός μαζικού κινήματος των άρτι αστικοποιημένων και προλεταριοποιημένων στρωμάτων. Έτσι, οι συμμορίες κατανάλωσαν και καταναλώνουν ένα λαϊκό δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί δημιουργικά στον αγώνα για μιαν καλύτερη κοινωνία.

05
Μάι.
10

Σήμερα δεν θα πω τίποτα

Σήμερα  σιωπή.

Μαζί με τον θάνατο αυτών των ανθρώπων, πέθανε κι ένα ολόκληρο μοντέλο καταστροφικής και μηδενιστικής πρακτικής.

Ας στοχαστούμε πάνω σ’ αυτήν την παράδοξη συνέργεια των αντίθετων δυνάμεων να σφίγγουν τα δεσμά της υποδούλωσης μας. Πάνω σε μια πάλη που διεξάγεται επιταχύνοντας την πτώση, επιβεβαιώνοντας την αντίθετη φορά της διαλεκτικής –ότι υπάρχει εξίσου θέση-αντίθεση-αποσύνθεση.

Κι ας ονειρευτούμε σήμερα το βράδυ μια υπέρβαση, που θα μας περισώσει όρθιους, αξιοπρεπείς, ελεύθερους και αντιστεκόμενους.

Αύριο θα πρέπει να μιλήσουμε, να δώσουμε νέο νόημα, ελπίδα και ζωή στους αγώνες που σήμερα βούλιαξαν μέσα στην ασχήμια του θανάτου.




Μαΐου 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12
3456789
10111213141516
17181920212223
24252627282930
31