Οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση περί του στρατεύματος και του ρόλου του μέσα στη σημερινή Ελληνική κοινωνία υπονομεύεται εξ αρχής από τα φαντάσματα που ξόρκισε η ίδια η μεταπολίτευση. Η χούντα, κι εκείνος ο τόσο χαρακτηριστικός αυτισμός της δήθεν εθνικοφροσύνης που διαπότισε το στράτευμα από τον εμφύλιο και μετά απαγορεύει οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση σε σχέση με το πώς μπορεί η ίδια η ελληνική κοινωνία να αναδιοργανώσει και να διαχειριστεί το ένοπλο δυναμικό της, το οποίο ας μην ξεχνάμε πως σε μια εποχή που βασιλεύει η πιο χυδαία και εξατομικευμένη ελληνική εκδοχή του καπιταλισμού είναι ακόμα λαϊκό.
Το ίδιο φάντασμα εκδηλώνεται και πίσω από τα συρματοπλέγματα που διαχωρίζουν την πολιτική από την στρατιωτική ζωή. Μέσα στο στρατό, όμως, παίρνει πολύ διαφορετική μορφή. Εκεί, το φάντασμα ενός ολόκληρου στρατιωτικού κόσμου που ξεπήδησε μέσα στα χρόνια του εμφυλίου, του κράτους της δεξιάς και που κατέληξε στην δικτατορία υφίσταται ως σκιάχτρο που ναρκώνει το στράτευμα, καταδικάζοντάς το σε κώμα. Έτσι ο στρατός σήμερα αποφεύγει οποιαδήποτε σχέση και αναφορά τόσο στο παρελθόν, τις παραδόσεις και την ταυτότητα της Ελλάδας, όσο και με το παρόν της, δηλαδή με τα τραγικά αδιέξοδα που υπονομεύουν την εθνική ανεξαρτησία και απειλόυν την κοινωνία μας με κατάρρευση.
Σήμερα ο στρατός έχει καταντήσει δηλαδή ένας απρόσωπος και αποψιλωμένος από οποιαδήποτε έννοια συλλογικής ταυτότητας, άκρως εργαλειοποιημένος θεσμός, ο οποίος δυσκολεύεται πάρα πολύ να εφεύρει και να προωθήσει στο εσωτερικό του πραγματικούς συνεκτικούς δεσμούς. Γι’ αυτό και ιδιαίτερα στο φαντασιακό πεδίο λειτουργεί με θλιβερά υποκατάστατα: Για τα στελέχη είναι η πλατιά διαδεδομένη αντίληψη ότι ο στρατός αποτελεί την πιο εξασφαλισμένη εκδοχή του δημοσίου τομέα (μια αντίληψη που προωθεί συστηματικά η κυρίαρχη νεοελληνική ιδεολογία σε όλους τους νέους, μέσα από την προπαγάνδα του «επαγγελματικού προσανατολισμού» που διεξάγουν τα ΜΜΕ κάθε άνοιξη). Και για τους δε φαντάρους, οι συνεκτικοί δεσμοί δεν είναι παρά οι πιο χυδαίες εκφράσεις της τηλεοπτικής κουλτούρας του συρμού, η μέχρι αηδίας δηλαδή συζήτηση για την Τζούλια Αλεξανδράτου, την Ντούβλη και τις μεταγραφές στο ποδόσφαιρο.
Αυτές είναι οι κύριες πτυχές της ιδεολογίας του στρατεύματος σήμερα. Και βέβαια, μέσα σ’ αυτόν τον τελματωμένο από ιδεολογία, ταυτότητα και ελπίδα περιβάλλον τίποτε δεν πάει καλά. Πώς θα εξορθολογιστεί η πειθαρχία που απαιτεί ο στρατός δίχως να υπάρχει η επίκληση σε ανώτερα ιδανικά; Και πως θα διαχειριστεί, είτε ο φαντάρος, είτε τα στελέχη και οι αξιωματικοί, ένα ρεύμα που έχει επικρατήσει την τελευταία 25ετία, για την φιλελευθεροποίηση και τον εκδημοκρατισμό μέσα στο στρατό; Αν η πειθαρχία του στρατού φάνταζε στο παρελθόν αποτρόπαια, φασιστική και εκμηδενιστική, σήμερα εκνευρίζει μόνο για την παραδοξότητά, και τον σουρεαλισμό της, ενώ, βεβαίως, φαντάροι και αξιωματικοί ερμηνεύουν τον «εκδημοκρατισμό» όπως και η υπόλοιπη ελληνική κοινωνία: όχι ως μια σοβαρή απόπειρα για εξισωτισμό, αλληλοσεβασμό, αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια, αλλά ως ασυδοσία, σταρχιδισμό και λούφα.
Όλα αυτά, όμως, δημιουργούν ταυτόχρονα ένα τέλμα και ένα κενό. Κι επειδή οι ανθρώπινες κοινωνίες, όπως και η φύση, απεχθάνονται το κενό, τούτο σπεύδει να καλυφθεί από την κεκτημένη ταχύτητα της κυρίαρχης νεοελληνικής ιδεολογίας. Βεβαίως, η πρόταση που αυθόρμητα προκύπτει και που τώρα βρίσκεται σε φάση υλοποίησης, απηχεί σ’ όλα τα κεντρικά χαρακτηριστικά του υπερφιλελεύθερου, άκρως εξατομικευμένου, παγκόσμιου καπιταλισμού: Γι’ αυτήν, ο στρατός θα πρέπει να γίνει μισθοφορικός,να αναδιοργανωθεί βάσει ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων και να αποκοπεί ολοκληρωτικά από το κοινωνικό σώμα.
Απέναντι σ’ αυτήν τη θέση, δεν υφίσταται καμία εναλλακτική λύση, με κύρια ευθύνη της αριστεράς, η οποία στην Ελλάδα επέλεξε να θεωρητικοποιήσει πλήρως τη «λούφα και παραλλαγή», προωθώντας μια στρεβλή αντίληψη «συνδικαλισμού» στο στρατό, που προσέχει μόνο τις υπηρεσίες, τις άδειες και τις μεταθέσεις, αδιαφορώντας απολύτως για την διαχείριση και το περιεχόμενο του θεσμού. Κι αυτό βέβαια γιατί, ένα μεγάλο κομμάτι της ρητά ή άρρητα θα επιθυμούσε στο ίδιο μήκος κύματος με τον φιλελεύθερο καπιταλισμό, να καταργηθεί το σώμα των κληρωτών, αν όχι να καταργηθεί ο στρατός ολοκληρωτικά. Μέχρι τότε, βέβαια, μπορεί να υπερασπιστεί τα «δικά του παιδιά».
Κι όμως, οι συνθήκες ευνοούν την διαμόρφωση και την προώθηση μιας εναλλακτικής πρότασης. Μιας εναλλακτικής πρότασης που θα κινείται στον αντίποδα των σημερινών τάσεων και θα επιμένει να χτίσει έναν δημοκρατικό, λαϊκό, εξωστρεφή στρατό άμεσα. Και αυτή η απόπειρα μπορεί να πετύχει για πέντε κυρίως λόγους.
Πρώτον, γιατί είναι ζήτημα αποτελεσματικότητας. Η ελληνική κοινωνία διέρχεται ίσως την μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της, και βλέπει το φάσμα μιας πολλαπλής κατοχής, με αιχμή τον νεο-οθωμανισμό να πλανιέται πάνω από το κεφάλι της. Βεβαίως, μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση, ένας αποτελεσματικός λαϊκός στρατός αποτελεί εχέγγυο ελευθερίας, αυτονομίας, και δημοκρατίας.
Δευτέρον, γιατί μια τέτοια εκδοχή του στρατού, μπορεί να αντλήσει από τις πιο σημαντικές παραδόσεις του ελληνικού λαού. Υπάρχει ήδη μέσα στην ιστορία μας σε διάφορες μορφές. Πιο συγκεκριμένα, η στρατιωτική παράδοση του ύστερου Βυζαντίου (που ανακεφαλαιώνεται στο σύμβολο του Διγενή Ακρίτα), η συνέχειά της με τον τρόπο που εκδηλώθηκε τόσο στις κλέφτικες παραδόσεις, όσο και στα αντάρτικα (κυρίως με το ΕΑΜ), μπορούν να αποτελέσουν παραδείγματα για την ανασυγκρότηση του στρατεύματός μας. Γιατί μέσα από αυτά μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία της κοινωνικής κινητοποίησης για την οργάνωση του στρατού, το πως λειτούργησε η κοινοτική αυτό-οργάνωσή του, τη σημασία που έπαιξε η πρωτοβουλία, η εφευρετικότητα και η πολυειδίκευση στην αποτελεσματική αντιμετώπιση εχθρών πολύ πυκνότερων και ισχυρότερων, αλλά και να αντλήσουμε από το μεγαλειώδες αντιστασιακό πνεύμα και το διάβημα της ελευθερίας που χαρακτηρίζει την ιστορική διαδρομή του ελληνικού λαού. Η επεξεργασία όλων αυτών των στοιχείων σαφέστατα μπορεί να επιτρέψει την διαμόρφωση ενός «ελληνικού δρόμου» για λαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης, που να απαντάει στις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες που έχει να αντιμετωπίσει η χώρα μας.
Τρίτον, γιατί το πρότυπο ενός δημοκρατικού, λαϊκού στρατού έχει αποδειχθεί τον τελευταίο καιρό πολύ πιο αποτελεσματικό από πάρα πολλές απόψεις, σε σχέση με στρατούς υπερεξοπλισμένους, υπερ-επαγγελματικούς και εσώκλειστους στα στρατεύματά τους. Τα παραδείγματα της Χαμάς και της Χεζμπολά στο πεδίο της μάχης εναντίον του Ισραηλινού στρατού είναι μόνο τα πιο πρόσφατα. Από μια άλλη σκοπιά, αλλά στο ίδιο μήκος κλίματος, είναι και το παράδειγμα του Βολιβαριανού στρατού της Βενεζουέλας: Ενός στρατού που αμφισβήτησε την διελκυστίνδα αναμεταξύ ενός στρατού εργαλείου των αντιλαϊκών δικτατόρων, κι ενός στρατού εσώκλειστου και ιδρυματοποιημένου στα στρατεύματα, και άνοιξε προς την κοινωνία, παίρνοντας ενεργό μέρος στην καταπολέμηση της φτώχειας, στην διασφάλιση των υποδομών για το λαό, χτίζοντας σχολεία, και αναλαμβάνοντας ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας.
Τέταρτον, γιατί η κρίση και η τελμάτωση έχει ξυπνήσει τις ευαισθησίες στους ανθρώπους, και είναι μετά από πάρα πολλά χρόνια έτοιμοι να μιλήσουν, να ακούσουν και να συζητήσουν σχετικά με αυτά τα θέματα.
Και πέμπτον, γιατί το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ακόμα κεκτημένο. Παρ όλες τις παγκοσμιοποιητικές μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοποιηθεί τον τελευταίο καιρό, και παρ όλη την στρέβλωση στις λογικές και τις πρακτικές που έχει μεταδόσει το γενικότερο κλίμα της ελληνικής κοινωνίας και στο στράτευμα, αυτό δεν παύει να έχει ως βάση του κληρωτούς, δηλαδή να έχει σε τελευταία ανάλυση λαϊκή βάση. Αυτό, βεβαίως, όπως είπαμε και στην αρχή, στις εποχές του πιο παροξυστικού καπιταλιστικού ατομικισμού είναι μια παραφωνία που σαφέστατα θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε.
Εν τάχει, μπορούμε να πούμε ότι μια θητεία που θα περιλαμβάνει από θεωρητικά μαθήματα (στρατιωτικής και πολιτικής ιστορίας, γεωπολιτικής και διεθνών σχέσεων), εκπαίδευση στα όπλα, αλλά και πρακτική κοινωνική συνεισφορά (προγράμματα κοινωνικής αλληλεγγύης –συσσίτια, κατασκευές και συντήρηση υποδομών, μαζική μεταφορά κ.ο.κ.), μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την συγκρότηση αυτού του εναλλακτικού προγράμματος για τον στρατό. Τέτοιου τύπου προτάσεις, όχι μόνο μπορούν να διαμορφώσουν έναν αποτελεσματικό στρατό με υψηλό φρόνημα αντίστασης και ελευθερίας, αλλά και θα δώσουν πραγματικά την αίσθηση στους φαντάρους ότι συνεισφέρουν ενεργά στον αγώνα του ελληνικού λαού για μια αξιοπρεπή ζωή, δίνοντας άλλο νόημα στην συμμετοχή τους στο στρατό.
Και σ’ αυτό το ζήτημα, όπως και σ’ όλα τα άλλα που κατακρημνίζουν την ελληνική κοινωνία, απαραίτητη προϋπόθεση για να πιστέψουμε σε κάποια θετική αλλαγή, είναι να υπερβούμε τους καταρρέοντες ορίζοντες του μεταπολιτευτικού μας βίου. Μέχρι τότε, η συζήτηση θα ανακυκλώνεται βασανιστικά σε ό,τι στρατιωτικό έχει μάθει να απασχολεί την κοινή γνώμη τα τελευταία χρόνια: Τα Ι5 των καλλιτεχνών, τα βύσματα των χαϊδεμένων τους τέκνων, και την προοπτική αυτά τα ίδια τα τέκνα να «τσιμπίσουν χιλιαρικάκι και βάλε» επιλέγοντας να φοιτήσουν στις στρατιωτικές σχολές των αξιωματικών και των υπαξιωματικών. Έτσι όμως, η κερκόπορτα θα παραμείνει ανοιχτή, οι εχθροί θα παραμείνουν εντός των πυλών, και τα νέα, πιο τρομερά δεσμά από Δύση και Ανατολή θα μας καθηλώσουν για άλλη μια φορά υπόδουλους.