«Ο άφραγκος ζωγράφος της γειτονιάς σου/ σχεδιάζει τρελές φιγούρες στο σεντόνι σου»
Μπόμπ Ντύλαν
Πολύ καιρό έχουμε να τα πούμε. Πού καιρός για ιστολόγια; Πού καιρός για εξομολογήσεις; «Τα γιοφύρια πίσω μας καίγονται», θα έλεγε ο Σαββόπουλος. Τα γεγονότα ορμούν σα χείμμαρος και διαλύουν τις όχθες των βεβαιοτήτων μας. Ποιός τάχα τράβηξε το έδαφος κάτω από τα πόδια μας; Οι καιροί αλλάζουν και δεν υπάρχει πουθενά μέρος να κρυφτεί κανείς.
Ο ρυθμός των εξελίξεων συνθλίβει το περιθώριο της καταγραφής. Της περίσκεψης, του αναστοχασμού. Σε αυτά τα πλαίσια τούτο το ιστολόγιο χάνει κάθε νόημα ύπαρξης. Φυτοζωεί κάτω από την υπογραφή του. Είναι ήδη παρελθόν.
Κάπου, κάποτε, όχι πολύ μακρινά, η ανάγκη που γέννησε αυτές τις στιγμές της καταγραφής, θα επανέλθει.
Ζούμε σε μια εποχή που αναδύονται νέοι ορίζοντες –και θέλουμε νέα μάτια να τους αντικρίσουμε. Κι αυτό συμβαίνει γύρω μας –μα και μέσα μας. Πόσο μάλλον σαν ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι υπάρχει ένα ποτάμι που κυλάει εντός μας, ο χρόνος, και μας μεταβάλει. Τίποτε δεν είναι ίδιο όπως χθες. Κι όμως, το χθες μας συνοδεύει, σαν τοπογραφικό σημείο για να μετρήσουμε την απόσταση που έχουμε διανύσει, το εύρος της αλλαγής. Αυτό είναι ένα μάθημα, νομίζω, που κατανοεί κανείς σαν προσεγγίσει τα 30, είναι ένα μάθημα εξοικείωσης με το πώς λειτουργεί επάνω μας ο χρόνος.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, για να αντιπαρέλθουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας και μέσα μας, πρέπει να φτιάξουμε νέα εκφραστικά εργαλεία. Κι αυτά απαιτούν έναν νέο τρόπο να βλέπει –να διανύει– κανείς τον κόσμο. Όταν θα υπάρξουν αυτά, θα διαμορφώσουν έναν νέο δίαυλο στον διαδικτυακό λαβύρινθο. Μέχρι τότε, αναγκαστικά, οι διαδρομές θα συντελεστούν υπόγεια.
Η χώρα έχει απλήρωτα γραμμάτια. Σύσσωμη η χώρα. Αλλού, στην Ανατολική Ευρώπη ή τα Βαλκάνια το 1989 σήμανε το τέλος μιας εποχής –με την έννοια ότι πραγματικά ένα μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης εξαντλήθηκε. Και δεν μιλάω μόνον για τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Όλο το σύστημα που συγκροτούνταν στο τρίγωνο σοσαλισμός-σοσιαλδημοκρατία, κρατισμός, και συνδικάτα και εξασφαλισμένη εργασία, πέρασε στο παρελθόν. Και οι λαοί αυτό το βίωσαν τραγικά, ως κατάρρευση οραμάτων αλλά και ως κοινωνική ισοπέδωση.
Εμείς εδώ την κουτσοβολέψαμε, εκποιώντας την γεωπολιτική αξία του οικοπέδου που λέγεται Ελλάδα, μέσω της μετανάστευσης, αλλά και με άλλες μικρό- και μεγαλό- ρεμούλες.
Τώρα πάπαλα. Ο κύκλος κλείνει και για εμάς, μια δεκαετία μετά. Μια μορφή της συλλογικής μας ζωής πεθαίνει. Και μαζί της περνούν κρίση όλα τα συμπαραμαρτούντα, ένας ολόκληρος κόσμος. Είναι ένα σχήμα που υπακούει σε μια διαλεκτική πτώσης και ανά(σ)τασης, κι ως εκ τούτου μπορεί να ακούγεται λίγο μεταφυσικό, με την έννοια ότι στο κατώτατό της σημείο, το σημείο της πρόσκρουσης είναι και ταυτόχρονα η αφετηρία της αντίστροφης διαδικασίας.
Ναι. Στη βάση αυτής της εντύπωσης υφίσταται μια μεταφυσική παραδοχή ή πιο λιανά η πίστη και η ελπίδα. Πίστη και ελπίδα ότι τα ένστικτα της επιβίωσής μας, επιβίωσης όχι με την έννοια της απλής αναπαραγωγής μας, αλλά με την έννοια της πρωταρχικής, ριζικής ανάγκης μας να υπάρχουμε ως αξιοπρεπείς, ελέυθεροι άνθρωποι, θα ενεργοποιήσουν για άλλη μια φορά τα αντιστασιακά μας αντανακλαστικά.
Υπ’ αυτή την έννοια, ουδείς γνωρίζει αν ως λαός θα νικήσουμε ή θα πέσουμε πολεμώντας. Και ίσως, στα χνάρια της καβάφειας Ιθάκης, της «μιας ώρας ελεύθερης ζωής» του Ρήγα, τούτο να μην έχει σημασία. Όπως και να το κάνουμε, θα πολεμήσουμε.
Υπ’ αυτή την έννοια, το αύριο θα μας βρει νεώτερους, απαλλαγμένους από τα βαρίδια του παρελθόντος. Έτοιμους να ξεκινήσουμε και πάλι από την αρχή να οικοδομούμε έναν πύργο ατίθασο απέναντί τους. Και είναι αυτή η προοπτική, που την ασθαίνομαι ως λύτρωση.
Είναι άλλο πράγμα να αναπτυχθούν μορφές αυτοοργάνωσης της Ελληνικής κοινωνίας, και είναι ξέχωρο πράγμα να αναπτυχθούν μορφές αυτοοργάνωσης μέσα, αλλά ενάντια στην ελληνική κοινωνία. Ενώ το δεύτερο συμβαίνει συχνά, και τροφοδοτείται από ένα κομμάτι των σε κρίση μεσοστρωμάτων της μητρόπολης, εκείνο που βρίσκεται υπό την πολιτιστική ηγεμονία ενός μηδενιστικού ριζοσπαστισμού, το πρώτο διάγει πορεία φθίνουσα μέσα στην μεταπολίτευση. Και εδώ και αρκετά χρόνια τείνει να εξαφανιστεί εντελώς.
Αυτό που θα μπορούσε να προσφέρει εναλλακτικές διεξόδου στην σημερινή κρίση είναι το πρώτο –ενώ βέβαια το δεύτερο αποτελεί έναν από τους επιταχυντές της αποσύνθεσης της χώρας μας. Αν θέλουμε να προκύψει, το πρώτο, πρέπει να αρχίσουμε από τώρα να επεξεργαζόμαστε τα χαρακτηριστικά του. Θαρρώ, πώς μια θεμελιώδης διαφορά θα έγκειται στο γεγονός ότι οι μορφές αυτο-οργάνωσης της κοινωνίας θα συνομιλούν ενεργά με το παρελθόν και την κουλτούρα του λαού και του τόπου, πράγμα αντίθετο με αυτό που κάνουν οι παρούσες μορφές αυτό-οργάνωσης ενάντια στην κοινωνία. Ένα δεύτερο, είναι ότι ένα ρεύμα οργανικής αυτο-οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας, θα αναδεικνύει όλες τις δυναμικές της φαντασίας και της δημιουργικότητας αυτής της κοινωνίας. Θα είναι δηλαδή εναλλακτικό, σε κλίμακα και έκταση την οποία δεν έχουμε ζήσει στα εγχειρήματα της μεταπολίτευσης, τα οποία στον αντίποδα στόχευαν στην αποδόμηση και την αρνητικότητα.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε φάση διερεύνησης αυτών των όρων. Μέχρις στιγμής, έχουμε ήδη εντοπίσει ορισμένες δυναμικές προς αυτή την κατεύθυνση. Όσο οι δυναμικές θα βαθαίνουν μέσα στον κόσμο, και αυτό το ρεύμα θα ενισχύεται, άλλο τόσο θα προχωράει και η αποσαφήνιση των μορφών έκφρασης της αυτο-οργάνωσης της ελληνικής κοινωνίας. Τώρα, αυτό που έχουμε να κάνουμε εμείς, είναι να εργαστούμε για την εξάπλωση αυτού του ρεύματος, μέσα από πειράματα μικρο-παρεμβάσεων στους μαζικότερους κοινωνικούς χώρους…
Τα Eξάρχεια ξεχυλίζουν αφίσες που καλούν σε μίσος ταξικό, κι ανελέητο εμφύλιο πόλεμο.
Υπάρχουν εμφύλιοι και εμφύλιοι. Από την δική μας τη σκοπιά, υπάρχουν εμφύλιοι που χάθηκαν και εμφύλιοι που κερδήθηκαν. Και βεβαίως, οι εμφύλιοι που χάθηκαν είναι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι. Αν το κοιτάξει κανείς ιστορικά το ζήτημα, θα δει ότι οι περισσότεροι εμφύλιοι, είτε εδώ στην Ελλάδα είτε εκείνοι που εμπίπτουν στην διεθνή παράδοση των κινημάτων απελευθέρωσης, έχουν κάτι κοινό. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι περισσότερο χάθηκαν από τους επαναστατημένους παρά νικήθηκαν από τις δυνάμεις της αντίδρασης.
Τουλάχιστο σε ό,τι αφορά στον 20ο αιώνα κι έπειτα, και στις περιπτώσεις που έχουν να κάνουν με κινήματα απελευθέρωσης που αναγνώριζαν τον εαυτό τους στην κομμουνιστική ή/και την αντιεξουσιαστική παράδοση, το χαρακτηριστικό που επισημάναμε προηγουμένως οφείλεται σε μια απολύτως εσφαλμένη αντίληψη του τρόπου με τον οποίον διεξάγεται η ταξική αντιπαράθεση στις σύγχρονες κοινωνίες. Στην παρερμηνεία ή την άγνοια, δηλαδή, του επιπέδου της ταξικής αντιπαράθεσης που έχει να κάνει με την ηγεμονία.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στα πλαίσια ενός κοινωνικού σχηματισμού, η ταξική κυριαρχία δεν διασφαλίζεται μόνον από την οικονομική επιβολή ή την κατοχή του μονοπώλιου της ένοπλης βίας. Οι κοινωνίες δεν ενοποιούνται μόνο στη βάση της ωμής κυριαρχίας, πρέπει να υπάρχει το στοιχείο της συναίνεσης, και βέβαια κάποιος πρέπει να επεξεργαστεί τη βάση της συναίνεσης αυτή. Η βάση είναι οργανωτική, ιδεολογική και πολιτισμική. Η τάξη ή το στρώμα που μπορεί να την επεξεργαστεί, θα μπορέσει να προσφέρει ένα από τα κύρια θεμέλια ενός συστήματος ταξικής κυριαρχίας. Λέμε «σύστημα ταξικής κυριαρχίας», γιατί βεβαίως, ιστορικά ποτέ δεν είχαμε την απροκάλυπτη κοινωνική επικράτηση μιας και μόνο τάξης. Πάντοτε επικρατούσε ένα ταξικό μπλόκ, που εξέφραζε συγκεκριμένες συμμαχίες, κοινωνικών ομάδων που κατείχαν τα Μέσα Παραγωγής (Το Κεφάλαιο), τα Μέσα της Διαχείρισης (Το Κράτος) ή τα Μέσα της Ηγεμόνευσης (οι ιδεολογικοί μηχανισμοί).
Η ηγεμονία, επομένως, αναφέρεται στο πεδίο της διαμόρφωσης της οργανωτικής, ιδεολογικής και πολιτισμικής βάσης πάνω στην οποία χτίζεται η συναίνεση διάφορων τάξεων σε κάθε κοινωνικό καθεστώς. Έχει να κάνει με τα πρότυπα του συλλογικού και του ατομικού ζειν που προκύπτουν από συγκεκριμένες επεξεργασίες της εθνικής κουλτούρας, αλλά και του ευρύτερου πολιτιστικού παραδείγματος στα πλαίσια του οποίου αυτή συντελείται.
Και αυτές οι επεξεργασίες αποτελούν εξίσου ένα πεδίο πάλης. Μάλιστα, στις πολύπλοκες τωρινές κοινωνίες, αυτό το πεδίο αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο, γιατί ακριβώς το μέγεθος της πολυπλοκότητας επιβάλει στην σύγκρουση να πραγματοποιείται σ’ έναν μεγάλο βαθμό αφαίρεσης, τείνει να γίνει περισσότερο συμβολική. Κι αυτό, όχι διότι η σύγκρουση αυτή σταδιακά εξασθενεί –κάθε άλλο. Αλλά γιατί, προφανώς η παρούσα πολυπλοκότητα δεν μπορεί να αντέξει την καθημερινή πραγματοποίηση των υλικών συγκρούσεων σε μεγάλη έκταση. Γι’ αυτό, η σύγκρουση εκφράζεται ολοένα και περισσότερο στο συμβολικό-ιδεολογικό πεδίο, γίνεται σύγκρουση προταγμάτων, παραδειγμάτων, σύγκρουση «σχεδίων κυβερνητικής».
Ο κόσμος της κυριαρχίας το έχει διαγνώσει τούτο πολύ καλά, και γι’ αυτό πλαϊ στην αδιάκοπη εξέλιξη των καταναγκαστικών μηχανισμών που διαθέτει, αναπτύσσει και τους συναινετικούς μηχανισμούς: από τον «αριστερό» καθηγητή στο πανεπιστήμιο που το παίζει «φίλος μας», και που έχει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για την παγκοσμιοποίηση, το έθνος, την οικουμενικότητα, τον πολιτισμό και τους τρόπους ζωής, μέχρι το μπερλουσκονικό θέαμα της Τζούλιας Αλεξανδράτου.
Αυτοί που στέκονται «απέναντι», ακόμα να καταλάβουν κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό διεξάγουν την σύγκρουση ακόμα με όρους «αρνητικότητας», δηλαδή με τους όρους της καταστροφής και της αντιπαράθεσης που βιώνουμε σε κάθε πορεία, με αυτού του τύπου τις επιθετικές αφίσες, τα συγκεκριμένα συνθήματα, τον λόγο κ.ο.κ.
Δεν καταλαβαίνουν ότι πλέον, ο ταξικός πόλεμος, που πλέον ολοένα και περισσότερο κρίνεται από το ποιά πρόταση ζωής θα επικρατήσει στο ιδεολογικό-πολιτισμικό πεδίο, απαιτεί ταυτόχρονα, πέρα από το κεφάλαιο της «υλικής σύγκρουσης», και ένα ηθικό, ιδεολογικό και πολιτιστικό κεφάλαιο. Δηλαδή, εάν θέλεις να υψωθείς ως ένας πόλος της κοινωνικής αντιπαράθεσης, θα πρέπει όλες οι τάξεις να αναγνωρίσουν ότι είσαι φορέας ενός διακριτού τρόπου επεξεργασίας της κουλτούρας, των ταυτοτήτων, και του πολιτισμού.
Ούτως ή άλλως, όσοι εμφύλιοι ήταν κερδοφόροι (βλέπε, ας πούμε την κουβανική επανάσταση ή την κινέζικη), έγιναν όχι γιατί η πλευρά των επαναστατών ήταν στρατιωτικά και υλικά δυνατότερη, αλλά γιατί είχε καταφέρει πρώτα να επικρατήσει στο πεδίο της ηγεμονίας, του παραδείγματος. Είχε πετύχει δηλαδή πρώτα μια ιδεολογική, πολιτιστική, ηθική νίκη εναντίον του εχθρού, που συγκίνησε τον λαό και του έδωσε την δυνατότητα να κινητοποιηθεί, απελευθερώνοντας τις ανίκητες δημιουργικές δυνάμεις της λαϊκής βούλησης.
Συμπέρασμα; Η αμφισβήτηση της πολύ συγκεκριμένης, εθνομηδενιστικής, ηδονοθηρικής, καταναλωτικής, φιλελεύθερης ηγεμονίας των ελληνικών αρχουσών τάξεων βρίσκεται στο επίκεντρο της ταξικής αντιπαράθεσης σήμερα.
Αλλιώς: Σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων με την έκταση, την δημογραφία, την συγκέντρωση και την επικέντρωση του Κεφαλαίου που χαρακτηρίζει την Ελλάδα, όποιος αρχίζει τον εμφύλιο δίχως να διαθέτει πολύ συγκεκριμένη και λεπτομερής εθνική στρατηγική, είναι καταδικασμένος να τον χάσει αργά ή γρήγορα. Είμαστε μια χώρα με μικρό πληθυσμό, ισχνές παραγωγικές δυνάμεις, πυκνά μεσοστρώματα, διογκωμένο κράτος κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, το ζήτημα της ηγεμονίας γίνεται ακόμα πιο κεντρικό για την κυριαρχία στην χώρα μας απ’ ό,τι αλλού.
Εκεί με τον Νίτσε και τον διαιτητή λέει: «Ο Νίτσε χρεώθηκε με κίτρινα κάρτα, επειδή διαφώνησε με τον διαιτητή. Ο Νίτσε κατηγόρησε τον Κομφούκιο ότι δεν έχει ελεύθερη βούληση»…
– Ο Αρχιμήδης, βέβαια, λέει «Εύρηκα» και ξεκινάει να παίζει…
– Όσο για το τέλος, η αναμετάδοση σχολιάζει «Ο Χέγκελ υποστηρίζει πως η πραγματικότητα αποτελεί ένα a priori παράγωγο της μη-νατουραλιστικής ηθικές, ο Κάντ υποστηρίζει ότι βάσει της κατηγορικής προσταγής το γκόλ ήταν προϊόν της φαντασίας, ενώ ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι ήταν όφ-σάιντ»…
Χρήμα-Εμπόρευμα-Κιάλλοχρήμα (Χ-Ε-Χ΄). Η γενική μορφή του κεφαλαίου. Η σκοπιά της σύγχρονης κοινωνίας.
Υπάρχουν άλλες ποιότητες. Οι σχέσεις, η λιακάδα, η δημιουργικότητα, το δώσιμο. Τώρα τελευταία το αναγνώρισαν και οι «120 κατασκευαστές πλυντηρίων»– δηλαδή οι κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι και λοιποί -λόγοι που μελετούν και ανακατασκευάσουν τας κοινωνίας. Τους δώσανε και όνομα, τάχα, κοινωνικό κεφάλαιο, μορφωτικό κεφάλαιο, οικολογικό και ηθικό κεφάλαιο. Γιατί νομίζουν, πως ότι ονοματίζουν το ορίζουν κιόλα. Προσπαθούν να βαφτίσουν τις ποιότητες στην δικηά τους θρησκεία των ποσοτήτων οι θλιβεροί.
Μάταια. Ο ήλιος εξοστρακίζεται σε κάθε γωνιά της ασθμαίνουσας πόλης, καταφέρνοντας ρωγμές στο σκοτάδι που μας έχουν καταβυθίσει.