Στον Μίκη, τον απείθαρχο,
ακάματο συλλέκτη φυλακών,
κρατήσεων,
και στερήσεων εξόδου.
Κι ακόμα,
στον Στάνισλαβ,
τον Κοσμίδη
και στ’ άλλα παιδιά.
Είναι πολύ δύσκολο να παραχθεί από τη σημερινή καθημερινότητα του στρατού μια ποίηση των μικρών, καθημερινών στιγμών, του είδους που προκύπτει όταν πολλοί άνθρωποι βράζουν, τσουρουφλίζονται για μέρες στο ίδιο καζάνι. Και τούτο γιατί –γαμώτη μου!– είναι οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει, που έχουν χαλάσει μάλλον, και που αδυνατούν να σταθούν στο ύψος των ωραίων στιγμών που προκύπτουν τυχαία και ενάντια στην περιρρέουσα, άτσαλη ατμόσφαιρα του στρατού.
Οι μόνοι που στέκονται ενάντια σ’ αυτόν τον κανόνα ή που τουλάχιστον το έκαναν σ’ ό,τι έζησα εγώ, ήταν οι τραχείς και άξεστοι, οι χονδροπρεπείς μα τόσο ανθρώπινοι Πόντιοι. Ξέρω βεβαίως, ότι στο στρατό είναι εκείνοι που συχνά δημιουργούν προβλήματα, λόγω συμπεριφοράς κι απειθαρχίας. Κι εδώ τούτο συνέβαινε συχνά. Μα, στην αλήθεια, πολύ γρήγορα μπορεί κάποιος αν αποτινάξει το βαρύ πέπλο της προκατάληψης να ανακαλύψει τα αληθινά ελατήρια τούτης της συμπεριφοράς. Γιατί είναι συχνά οι νεοέλληνες τσόγλανοι που δημιουργούν το πρόβλημα, κι εξίσου εκείνην η δημοσιοϋπαλληλική πουστιά που έχει καταφάει το φρόνημα των αξιωματικών. Δεν είναι δηλαδή δίχως αιτία η ανυπακοή, αλλά κυρίως διότι διαισθητικά μπορούν να κατανοήσουν πολύ καλά το πως αυτοί οι δύο παράγοντες διαμορφώνουν ένα κλίμα, όπου κυριαρχεί η προσποίηση και η υποκρισία, ένα ήθος βουτυρομαγκιάς και ψευδοστρατοκαβλισμού, ένα προσωπείο ψεύτικο –και γι’ αυτό ανάξιο οποιουδήποτε σεβασμού.
Και τούτο το ξέρουν αμφότεροι οι ελάχιστοι νεοέλληνες φαντάροι και αξιωματικοί, και γι’ αυτό βαθύτατα τους απεχθάνονται –για κείνο ακριβώς που έλεγε ο Νιόνιος ότι «η σύμβασή τους διαισθάνεται σ’ αυτούς μιαν άλλη απειλή». Οι περισσότεροι αξιωματικοί τους μισούν πολύ και τους φοβούνται περισσότερο. Γιατί δεν μπορούν να τους κάνουν καλά. Ξέρουν, γιατί έχουν μάθει πολύ καλά μέσα από την εμπειρία τους, ότι για να τους συνετίσουν, θα πρέπει να τους εμπνεύσουν –και τούτη η πρόκληση απαιτεί άλλην πάστα ανθρώπων από αυτή που είναι σήμερα, καταναλωτές χάμπουργκερ, και ταβλαδόροι. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, που είναι πραγματικοί Πόντιοι και όχι Πόντιοι της ανάγκης και της πλαστής βίζας, διατηρούν ακόμα εκείνην την μαχητική ελληνική συνείδηση, το μυστικό τους όπλο που τους βόηθησε στην επιβίωση μέσα από τους μακραίωνους διωγμούς και τους κατατρεγμούς. Και το πρόσωπό τους φωτίζεται σαν τους μιλήσει κανείς για όλα αυτά, την αντιστασιακή μας συνείδηση, το Βυζάντιο, την αντίσταση στους Οθωμανούς, το ’22. Αλλά όπως καταλαβαίνετε όλα αυτά είναι πολύ χοντρά γράμματα για να τα βάλει ένας αξιωματικός στο στόμα του –κι έτσι η συναδέλφωση δεν πραγματώνεται ποτέ.
Και βέβαια, τα δικά μας, τα κακομαθημένα εκνευρίζονταν να βλέπουν πραγματικά μάγκες, χοντροκέφαλους ανθρώπους, ν’ αμφισβητούν τις απειλές και τις συνέπειες της ανυπακοής μέχρι το τέλος, να μαζεύουν εκατοντάδες φυλακές, οι οποίες χάνουν πια το νόημά τους, γονατίζοντας και τους πιο σκληρούς οπαδούς της πειθαρχίας.
Κι όμως, οι ίδιοι άνθρωποι είναι που πάντα κάνουν τα χειρότερα νούμερα σκοπιά, και που το πρωΐ βαστούν ολόκληρο στρατόπεδο με τα μερεμέτια τους. Και που πάντα θα χαμογελάσουν και θα πουν καλή κουβέντα σ’ όποιον τους καταδεχτεί, ενώ δεν θα πειράξουν ποτέ τον αδύναμο ή εκείνον που θα τους αφήσει ήσυχους να περάσουν το άγος μιας θητείας σ’ έναν στρατό που δεν τους θέλει.
Και είναι αυτό το ήθος, η αξιοπρέπεια που αρκετές φορές παρέδωσε και μαθήματα ακόμα, μ’ έκανε να καταλάβω πως λειτουργεί η διαλεκτική του κυρίου και του δούλου. Γιατί με δίδαξαν οι Πόντιοι με το παράστημά τους, πολλά πάνω στη σχέση του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου εν γένει. Στο πως ακριβώς, οι καταπιεσμένοι δίχως ήθος, και δίχως κάτι τελοσπάντων βαθύτερο από την συνείδηση της αδυναμίας που γεννά η περίσταση της επιβολής και της κατωτερότητας, καταντούν θλιβεροί ακόλουθοι ν’ αναπαράγουν μεταξύ τους την ίδια αδικία που εισπράττουν.
Σαν εκείνο το δεκανέα που στην πολιτική ζωή ήταν καλησπεράκιας σε ταβέρνα στην Άθωνος, και που έβγαλε όλο το άχτι επάνω μας, για όλες τις υποκλίσεις και τις καλησπέρες που λέει κάθε μέρα, όρθιος, ενοχλητικός και παράταιρος, για πέντε ψωροδεκάρες.
Ή σαν τον άλλο τον δεκανέα, έναν γκαίη εξουσιολάγνο, που του άρεζε να δίνει παραγγέλματα, να φωνάζει και να διατάζει, να ταλαιπωρεί και να βασανίζει τους φαντάρους σαν να ‘θελε να εκδικηθεί για τις ματαιώσεις και τις απορρίψεις που έχει εισπράξει.
Είναι λοιπόν αυτοί, οι Πόντιοι που στέκονται στον αντίποδα όλης αυτής της ξεφτίλας, που ξαφνικά ξεπετάγεται μέσα στη μικροκοινωνία του στρατού. Όμορφοι γιατί ‘ναι ταυτόχρονα πιστοί στην πατρίδα κι αντιεξουσιαστές, ανεπίδεκτοι πειθαρχίας κι υπάκουοι σε μια πανάρχαια, σχεδόν αρχέγονη ηθική, άγριοι και χαμογελαστοί, απότομοι, και πολύ εκλεκτικοί στην καλοσύνη τους. Αγράμματοι και τόσο πεπαιδευμένοι στο χαρακτηριστικό ελληνικό συναμφότερο.
Είναι οι Πόντιοι, σε δυάδες, και μας χαιρετάνε ξέγνοιαστοι, νύχτα, καθώς ροβολούνε το στρατόπεδο, για να φυλάξουν άλλο ένα γερμανικό, στην πιο άβολη κι ανεπιθύμητη σκοπιά του.