
ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ
Κυριακή σ’ ένα βαπόρι
στριμωχτήκαν μπουρζουάδες
Ξεφωνίζει κάθε αγόρι
ξεμυξίζουν οι μαμάδες
Τα σκυλιά δεν λογαριάζουν
ο Σηκουάνας πόχει πνίξει
δεν φοβούνται διασκεδάζουν
την ευγενική τους πλήξη
Ω! τι ζέστη … Θεέ μου βράζει
βεβαιώνουν οι κυρίες
επιπόλαιες και γελοίες
Ξεκουμπώνοντας με νάζι
τα χυδαία ντεκολτέ τους
διευκολύνουν τους εμέτους
Laurent Tailhead (1851-1910)
Γάλλος αναρχικός (μτφσ Κ. Καριωτάκης)
***
Οι μυημένοι στην κουλτούρα των ελληνικών χώρων της αμφισβήτησης, θα γνωρίζουν το παραπάνω ποίημα, από την μελοποιημένη του εκδοχή –ένα τραγούδι από το αντιεξουσιαστικό συγκρότημα Ωχρά Σπειροχαίτη. Από εκεί το έμαθα κι εγώ, όντας έφηβος, κατά τις πρώτες μου πολιτικές περιπλανήσεις στα, είν’ η αλήθεια παραπαίοντα τότε, εναλλακτικά εγχειρήματα της Θεσσαλονίκης των μέσων της δεκαετίας του ’90.
Στην αρχή, τότε, το ποίημα τούτο, μου φαινόταν στερεοτυπικό και στυλιζαρισμένο, ότι στριφογυρνάει βασανιστικά στα αρχετυπικά μοτίβα ενός χώρου, όπου αναπόφευκτα η κουλτούρα και τα ήθη του εχθρού αποπνέεουν θάνατο και παρακμή, όντας στον αντίποδα του νέου ανθρώπου που προπαρασκευάζεται μέσα στους αγώνες για την καθολική απελευθέρωση.
Μετά από χρόνια, ίσως λιγότερο γελοίος, διάβασα στον Μισεά, που παρέπεμπε στον Όργουελ, για την ύπαρξη μιας λαϊκής ηθικής της αλληλεγγύης, της συντροφικότητας, της «κοινωνικής ευπροσηγορίας», η οποία ήταν δεμένη με τις κοινοτικές-μικροϊδιοκτητικές παραδόσεις του Μεσαίωνα. Μια λαϊκή ηθική η οποία αντιτιθόταν στην «αστική», από μια δική της σκοπιά, που έβλεπε στην φιγούρα του αστού να αντιπροσωπεύεται μια ύβρις, μια εξουσιαστική αλαζονεία ενός νέου εγωϊσμού, που αντλώντας ισχύ από την συγκέντρωση της οικονομικής, της τεχνολογικής και της πολιτκής δύναμης, θέλει να επαναπροσδιορίσει κάθε ανθρώπινη-κοινωνική συνθήκη στο δικό του μέτρο. Διότι, και πολύ σωστά, ψυχανεμίζονταν ότι πίσω από το διάβημα για καθολική απελευθέρωση που διατύπωνε ο κόσμος των αστών, επί της ουσίας κρύβονταν η διάθεση για την ανύψωση της δικής τους τάξης πάνω από την κοινωνία. Από αυτή τη σκοπιά, το ποιήμα αντικρίζει και απορρίπτει με τα μάτια του λαού, από την σκοπιά της λαϊκής γειτονιάς, τον κόσμο των μπουρζουάδων, έναν κόσμο πνιγηρό, πληκτικό και χυδάιο, όπου μέχρι και το ξεκουμπωμένο ντεκολτέ καταντάει μια εργαλειακή υπόμνηση της αλλοτρίωσης του σώματος σε μια ηδονική μηχανή.
Έκτοτε, το συμπαθώ ιδιαίτερα, γιατί μιλάει στ’ όνομα αυτής της ηθικής, μιας ηθικής που στα σίγουρα θα φάνταζε συντηρητική, οπισθοδρομική και αντιδραστική στα μάτια του λάιφστάιλ φιλελεύθερου ηδονισμού που κυριαρχεί σήμερα στους χώρους της αμφισβήτησης της ελληνικής κοινωνίας.
Μιας ηθικής που, όχι μόνο τηρεί τις αποστάσεις της αλλά μάλιστα στρέφεται υπόρρητα εναντίον σ’ αυτόν τον τόσο καταθλιπτικά κυρίαρχο στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας λάιφσταιλ φιλελεύθερο ηδονισμό.
Διότι, για ποιόν κόσμο ακριβώς μιλάει σήμερα η Βαρκαρόλα; Που μπορεί κανείς σήμερα να συναντήσει στην Ελλάδα τις σκηνές της; Μα βέβαια, από τα εξαρχιώτικα και τα θεσσαλονικιώτικα μπαράκια της αμφισβήτησης, μέχρι τα μπλαζέ στέκια της προοδευτικής διανόησης, εκεί μπορεί κανείς να συναντήσει την πλήξη, την έκπτωση, τον ηδονισμό, την αλλοτρίωση του ανθρώπου σε ηδονική/«επιθυμητική μηχανή».
Η Βαρκαρόλα, σήμερα, αποκαλύπτει τους κοινούς τόπους μεταξύ της ηθικής της κυριαρχίας, και της κυρίαρχης κουλτούρας της ψευδο-αμφισβήτησης. Αναδεικνύει την κοινή τους συνισταμένη, έτσι όπως αυτή προκύπτει στα πλαίσια της σύγχρονης, δυτικής κοινωνίας του θεάματος.Υπό αυτή την έννοια αποτελεί ένα –τότε και τώρα, εσσαεί– ανατρεπτικό ποίημα.
Y.Γ. Ο πίνακας είναι του Grosz (Η πόλη, λάδι σε καμβά, 1916-1917)