Αρχείο για Δεκέμβριος 2010

18
Δεκ.
10

Ἕνας τύπος Σαλονικιοὺ ποὺ δὲν ὑπάρχει πιά.

Δίπλα, σε κάποια απόσταση, η μοτοσικλέτα

έγειρε το τρομερό θεριό, βογγάει, θαρρείς για σένα
με τα γκάζια κολλημένα κι ήχο φοβερό
μα εσύ μόλις που τ’ ακούς, κι ήρεμα κοιτάς τον ουρανό.

Με φτερά στα πόδια και ελευθερία με τα κυβικά
κοίτα το τζιτζί μου πώς τραβάει, κοίτα το θαρρείς πετάει
τώρα όλη η ζωή σου ένα φιλμ τρελό
οι εικόνες κι οι φωνές, Θεέ μου, δεν μπορώ να κουνηθώ.

Το κορίτσι που χαμογελά καθώς απομακρύνεσαι
πάνω σου σκυμμένο ψιθυρίζει «κράτα, μην αφήνεσαι»
το παιδί στο βενζινάδικο σου ‘δωσε μια ευχή
δεν μπορεί να πάει χαράμι, δεν μπορεί, θα βγει αληθινή.

Στὸ μπαμπὰ μου

 

Μεγάλωσα μέσα σ᾽ ἕνα συνεργείο, μὲ τὴ μυρωδιὰ τὴς βενζίνης καὶ τοῦ καμμένου λαδιοῦ στὴ μύτη. Μεγάλωσα θωρώντας ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ μπόμπιρα δερμάτινα μπουφάν, τζὴν καὶ κόκκινα φουλάρια. Ἀποκοιμήθηκα ἐκατοντάδες φορὲς ἀνάμεσα σὲ μεγάλες παρέες, Σεπτέμβρη, στὸ θέατρο δάσους, ἐκεῖ στὴν πλαγιά, μὲ τους ἤχους τοῦ Παπάζογλου καὶ τῶν Χειμερινῶν Κολυμβητῶν νὰ μὲ νανουρίζουν.

Ὅλα τοῦτα, τὰ θυμάμαι μὲ τὸν τρόπο ποὺ θυμούνται οἱ μικροί, ὄχι ἀκριβῶς, μὰ στὸ περίπου, ἔτσι ὅπως θαμπὰ καὶ ἀστιγματικά ἐντυπώνονται οἱ μνήμες τῆς παιδικὴς ἡλικίας στὸ μυαλὸ μας.

Ἧταν τότε, μιὰ καλή ἐποχὴ γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, ἡ ὀποία ἐξελισσόταν λίγο πριν ἡ πόλη καταντήσει παρασιτικὴ φραπεδούπολη, ὅταν ἀκόμα συγκρατούσε αὐτὸν τὸν χαρακτήρα τῆς φτωχομάνας καὶ ταυτόχρονα ἧταν ἀνοιχτὴ σὲ πολιτιστικοῦς καὶ πνευματικοῦς πειραματισμοῦς, ἴσως τοὺς τελευταίους τῆς Ἑλλάδας, δίχως νὰ χάνει τὴν ταυτότητά της.

Ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μοὺ ἔχει ἐντυπωθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι μιὰ εἰκόνα λίγο ἐξωραϊσμένη στὴ λεπτομέρειά της, εἶναι ἕνας τύπος ἀνθρώπου, σὰν αὐτὸν ποὺ περιγράφει ὁ Νίκος ὁ Παπάζογλου στὴν «Εὐχή» του. Δηλαδὴ ἕνας τύπος Θεσσαλονικέα ποὺ ἀπέπνεε τόσο αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς περιπλάνησης, ποὺ σὲ κάποιον βαθμὸ εἶχε μιὰ σχέση καβαφικὴ μὲ τὴ μοτοσυκλέτα του, καὶ ποὺ ταυτόχρονα διατηρούσε ἄρτια τὴν ἐντοπιότητά του  –μὲ τὸν ἵδιο τρόπο ποὺ ὁ Παπάζογλου συνθέτει τὸ ρὸκ μ᾽ ἕναν λαϊκότροπο  δρόμο γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὸ «τζιτζὶ» του (καὶ ἐδῶ, ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη ἔχει σημασία). Στὸ ἵδιο μήκος κύματος, δὲ, αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου ἧταν φορέας μιὰς κουλτούρας τοῦ αὐτεξούσιου, χωρὶς ὅμως νὰ καταλήγει σ᾽ αὐτὸν τὸν ἀποκρουστικὸ ἀντιεξουσιασμὸ τῶν ὑπερκαταναλωτικῶν καὶ ἄκρως παρασιτικῶν μεσοστρωμάτων ποὺ κυριάρχησε μετέπειτα στὴν πόλη πάνω στὴ βάση τῆς φραπεδοποίησής καὶ τῆς παρακμῆς της.

Τούτος ὁ τύπος ἀνθρώπου δὲν ἧταν τέλειος. Χωρὶς νὰ ἀποφεύγει ἡ νὰ νικάει τὶς ἀντιφάσεις καὶ τὶς ἀρνητικὲς τοὺ πλευρές, ἧταν ὅμως ἀκέραιος, στεκόταν δηλαδὴ ἑνάντια στὴν ὑβρι τοῦ νεοέλληνα παρασίτου. Ἧταν ἕνας οργισμένος Βαλκάνιος δηλαδὴ, μόνο ποὺ ἐνσάρκωνε τέλεια τὴν βαλκανικὴ κὶ ἑλληνικὴ, σαλωνικιώτικη ταυτότητά του, ἀπέχοντας ἔτσι μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐξαμερικανισμένη καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐντελῶς κοινωνικὰ ἀνύπαρκτη, καὶ ἄκρως στυλιζαρισμένη ἐκδοχὴ τοῦ Νικολαΐδη.

Δὲν ὑποστηρίζω ὅτι αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου δὲν εἶχε ἀδιέξοδα. Ἀπόδειξη γιὰ τὸ ἀντίθετο εἶναι ὅτι ἀρκετοὶ πρώην τέτοιοι τύποι ἔχουν καταντήσει θλιβεροὶ ρωξάκηδες ἐπιχειρηματίες-ὀπαδοὶ τοῦ Μπουτάρη καὶ λάτρεις μιας εὐζωίας τῶν καλῶν κρασιῶν καὶ τῶν βιολογικῶν προϊόντων ποὺ στὴ βάση τῆς ἔχει τὴν ἐγωκρατία καὶ τὸν σταρχιδισμὸ στὴ χημικὰ καθαρὴ τους μορφὴ.

Λέω ὅμως, ὅτι ὁ τύπος Θεσσαλονικιού ποὺ μισοὑπήρξε μιὰ ἐποχὴ καὶ ποὺ περιγράφεται σ᾽ αὐτὸ τὸ τόσο σαλονικιώτικο τραγούδι τοῦ Παπάζογλου λείπει σήμερα ἀπὸ τὴν πόλη, ἔχει καταπλακωθεῖ μαζί μὲ τὰ ἄλλα ἀπομεινάρια τῆς περασμένης ἐποχῆς, ἀπὸ τὰ Κόσμος Μεντιτεράνεαν, τὰ φράγκα, καὶ τὶς γκουρμὲ εὐαισθησίες τῆς κοσμογυρισμένης, φιλελεύθερης κλίκας τῶν ἀφεντικῶν ποὺ κάνουν σήμερα κουμάντο στὴν πόλη.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος μάλλον, κάτι συνειρμικὲς τοῦ τραγουδιοῦ παιδικὲς ἀναμνήσεις ποὺ ἔρχονται νὰ ἀπαντήσουν σὲ τωρινὰ κενὰ τὴς σαλονικιώτικης καθημερινότητας, ποὺ δυναμώνω τὴ φωνὴ τέρμα κάθε ποὺ τὸ κομπιούτερ παίζει  τὴν «Εὐχὴ» τοῦ Παπάζογλου…

Advertisement



Δεκέμβριος 2010
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 12345
6789101112
13141516171819
20212223242526
2728293031