Στην ΕΛΔΥΚ, επτάμιση στους δέκα στρατιώτες γράφουν στ’ αρχίδια τους την Κύπρο, την ιστορία, το δράμα, και το μέλλον της. Άλλοι δύο, θα της χαρίσουν ‘κάνα τέταρτο που και που, μάλλον ως άλλοθι, για να ξεμπερδεύουν με κάτι βαθύτερα αισθήματα που νοιώθουν σαν αντικρίζουν την πράσινη γραμμή. Παρ’ όλα αυτά, η «φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις» επιβιώνει ακόμα μέσα τους, στα δημοτικά και τα λαϊκά τραγούδια που σιγοψυθιρίζουν σε σκοπιές και αγγαρείες αλλά και σε κάτι ανεξήγητες εμμονές (π.χ. για τους Τούρκους) που οι σύγχρονοι ταγοί της λοβοτομής αποκαλούν «στερεότυπα». Αυτοί μας κάνουν άλλο μισό –δηλαδή σύνολο οκτώ. Οι άλλοι δύο δεν μιλάμε μεταξύ μας, καθ’ ως ανήκουμε σε δύο διαφορετικών ειδών άκρα –και εν πάσει περιπτώσει κατά την άποψή μου, οι Ελλαδίτες φασίστες θα πρέπει να σιωπούν για το νησί γιατί τα έκαναν σκατά το ’74.
Ίδια φαντάζομαι, θα είναι τα αποτελέσματα μιας αντίστοιχης σφυγμομέτρησης μεταξύ των Νεοκυπρίων –απλά αντεστραμμένη, ωσάν να κοιτάς στον καθρέφτη. Επτάμιση νεοκύπριοι μας γράφουν στ’ αρχίδια τους, έχοντας τα αδελφικά τους αντανακλαστικά ναρκωμένα από τις αφασιακές επιδράσεις της offshore υπόστασής τους. Άλλοι δύο, θα ξορκίζουν τα φαντάσματα του παλιού τους εαυτού, μ’ ένα χαμόγελο ή ένα νεύμα, θα κοντοσταθούν με ύφος «ναι, αδέρφια είμαστε, έχουμε όμως και δουλειές». Μένει ένας του ΕΛΑΜ, που θα συνομωτεί με τον φασίστα για την οικειοποίηση του ενωτικού αγώνα, κι ο δικός μας, του Βάσσου, μαζί να κάνουμε όνειρα θερινής νυκτός για την εξέγερση των Ελλήνων της Κύπρου εναντίον του αλλοτριωμένου νεοκύπριου προδότη εαυτού τους.
***
Η κυριαρχία των τραπεζών στην Κύπρο είναι, λέει, αμείλικτη. Να και ακόμη ένα φαινόμενο για το οποίο η ευημερία λειτούργησε ως ναρκωτικό του λαού, αφήνοντάς του αμέτοχο από εξελίξεις που θα καθορίσουν μακροπρόθεσμα το μέλλον του. Γιατί στους καιρούς της κίβδηλης ευημερίας όλοι τρώνε και γλεντάνε μέσα στο αποκρουστικό κλίμα σε στυλ ρωμαϊκής παρακμής. Όταν τα όργανα παύουν, όμως, και το πανηγύρι τελειώνει, αποκαλύπτονται οι ανισότητες στην δύναμη και την εξουσία που τόσον καιρό υπόγεια ενισχύονταν. Πάντοτε, τους καιρούς των παχιών αγελάδων, η διαφορά των αρχουσών τάξεων από τον λαό έγκειται στο γεγονός ότι οι πρώτες δεν βυθίζονται μόνον στο φαγοπότι αλλά και φροντίζουν να ενδυναμώνουν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία ενώ οι άλλοι ζουν στον κόσμο τους. Έτσι τώρα, κάποιοι έκπληκτοι διαπιστώνουν την αδυναμία τους –και κάποιοι άλλοι ευτυχείς επιβεβαιώνουν την δύναμή τους. Το δίδαγμα ποιο είναι; Πίσω από τις γυαλισμένες βιτρίνες, η κυπριακή κοινωνία παρέμενε μια ταξική κοινωνία, και τούτο θα φανεί τώρα που το πάρτι τελειώνει.
***
Όλη η Κύπρος παίρνει αντικαταθλιπτικά. Εμ, βλέπετε, η νεοκυπριακή συνείδηση, ντοπαρισμένη με ψέματα, λήθη και καταναλωτικά σκουπίδια είναι μια δυστυχισμένη συνείδηση. Γι’ αυτό καταντά να συντηρείται με τεχνητά σκευάσματα, προκειμένου να συνεχίσει στον στίβο της νεοκυπριακής καθημερινότητας, τον γεμάτο πολυκαταστήματα κι εγκαταλειμμένα οδοφράγματα της πράσινης γραμμής. Κατά τα άλλα, πρέπει να παραδεχθούμε ότι καταγράφεται μια τομή. Στους καιρούς της τυραννίας της ευτραπελίας, του οργουελιανού «όλα βαίνουν καλώς», η κατάθλιψη αποτελούσε μια πράξη αντίστασης, ένα αντικομφορμιστικό διάβημα έναντι στην επελαύνουσα χαζομάρα. Τώρα είναι ο κανόνας –κι έτσι οι νεοκύπριοι μοιάζουν σαν τους κλόουν με το λυπημένο ύφος κάτω από το ζωγραφισμένο χαμόγελο. Σ’ αυτό το αναποδογύρισμα όρθιοι θα μείνουν μόνον όσοι έχουν αποκαλύψει τις βαθιές ρίζες τους στην ελληνικότητα, πράγμα που σήμερα αποτελεί ούτως ή άλλως μείζονα αντιστασιακή πράξη. Ο καιρός, και όχι η κάλπη, θα το δείξει.
***
Περίεργοι οι αναρχικοί της Κύπρου. Έχουν τόσο έντονη την πτυχή της κατανάλωσης ενός δήθεν τρόπου ζωής και της επιφανειακής εξέγερσης που τον συνοδεύει. Φαίνεται ακόμα και στα ρούχα τους. Μ’ όλα αυτά, θα μπορούσαν άνετα να λάβουν μέρος σε οποιοδήποτε σόου αλά «Ελλάδα έχεις ταλέντο», διαλέγοντας βεβαίως τους πιο ροκ και αντεργκράουντ ρόλους. Κατά τα άλλα κυκλοφορούν αφίσες στα Τούρκικα και τα Αγγλικά, και γράφουν λευτεριά στην Παλαιστίνη με την πλάτη γυρισμένη στην Πράσινη Γραμμή. Περνούν τα βράδια τους σ’ ένα πλακόστρωτο έξω από μια εκκλησία, παίζοντας για μερικές ώρες τους μπήτνικ, για να επιστρέψουν αργότερα στο σπίτι. Αυτή την εκκλησία-μνημείο ενίοτε λερώνουν με συνθήματα μαλακίες –τα οποία βέβαια ποτέ δεν τολμούν να τα γράψουν πάνω στους γυάλινους πύργους, ναούς του χρήματος. Φαίνεται οι δεύτεροι είναι πιο πολύ του γούστου των Κύπριων αναρχικών… και βέβαια οι μπάτσοι του Χριστόφια φυλούν μόνο τους ναούς του χρήματος κι όχι τις εκκλησίες.
***
Στις ρωγμές της κοινωνίας της κατανάλωσης και του θεάματος, εκεί όπου είναι αδιάφορα για το κτήνος της αλλοτρίωσης και της κερδοφορίας, επιβιώνουν οι πιο αυθεντικές εκφράσεις μιας κοινωνίας που ήξερε να αντιστέκεται και να οικοδομεί σχέσεις κοινοτισμού και αλληλεγγύης.
Έτσι, στην Κύπρο, μια βαθιά πολιτική κοινωνία, οι παππούδες συνεχίζουν ακόμα τις τεράστιες, καταπληκτικές συζητήσεις στα αντιπολιτευόμενα κυπριακά καφενεία. Επιμένουν να περνούν την τρίτη τους ηλικία όλοι μαζί, και δεν έχουν εκμηδενιστεί εντελώς από την τηλεόραση και την απομόνωση στο σπίτι, όπως οι Καλαμαράδες.
Στοιχεία αντίστασης και ενός αριστοφανικού, βαθιά θυμόσοφου και αντιεξουσιαστικού τρόπου θέασης του βίου, θα συναντήσει κανείς και στο διάχυτο χιούμορ που ακόμα επιβιώνει μέσα στην κυπριακή καθημερινότητα. Το χιούμορ είναι το ψυχολογικό υπερόπλο του αντιστεκόμενου κυπριακού ελληνισμού, ενάντια στο ζόφο που έχει κατακαθίσει πάνω τους μετά την εισβολή και τα κύματα του νεοκυπριωτισμού.
Είναι, επίσης, οι μαθητές. Κάτι στην Κύπρο, μια ακατέργαστη, τραχιά συνείδηση επαγρύπνησης προστατεύει τη νεολαία από τα πρώτα της αγνά βήματα. Μετά, βέβαια, το σχολείο έρχεται ο καιάδας του νεοκυπριωτισμού. Αλλά τουλάχιστον, στα σχολεία τα πράγματα δεν πρέπει να είναι όπως στων Καλαμαράδων, που από τα 10 τα αγόρια θέλουν να γίνουν άφυλοι τραγουδιστές και τα κορίτσια μαθαίνουν σ’ αυτή την τόσο χαρακτηριστική εκποίηση του σώματος και της αξιοπρέπειας που κάποιοι αθυρόστομοι δικαιώς την χαρακτηρίζουν λάϊφ στάιλ πουτανιά.
Αυτή, δε η αγνή και ακατέργαστη τραχιά συνείδηση της αγωνιστικής επαγρύπνισης τείνει να γίνει βορά στις σαρκοβόρες διαθέσεις του ΕΛΑΜ. Η αιτία είναι ότι όλες σχεδόν οι κομματικές μαθητικές παρατάξεις, προσπαθούν από πολύ νωρίς να τους μεταδώσουν την αλφαβήτα του ξεπουλήματος που προβλέπεται να συλλαβίζουν σε όλη τους την ζωή, και το εφηβικό ένστικτο αντιδρά σ’ αυτήν την πρόωρη ξεφτίλα. Κάπου εκεί, και δοθέντος του αποπροσανατολισμού και της αδυναμίας των αυτόνομων, οι φασίστες μυρίζονται νέο αίμα και λανσάρουν έναν σκοτεινό ακροδεξιό ριζοσπαστισμό, θρασύδειλης βεβαίως εκδοχής, γιατί αυτό είναι το μόνο επίπεδο της τόλμης που μπορεί να φτάσουν οι γόνοι μιας καταναλωτικής κοινωνίας. Η πράξη αυτή αποτελεί έναν φρικαλέο βιασμό αγνών αντιστασιακών ενστίκτων, έχει σπόνσορα τον οδοστρωτήρα του ΑΚΕΛ που σαφώς βολεύεται από αυτή την κατάσταση, και είναι το μόνιμο δικό μας άγος –γιατί θέλουμε και πρέπει να την ανατρέψουμε άμεσα και πάσει θυσία.
***
Οι νεοκύπριοι έχουν ερωτική σχέση με το αυτοκίνητό τους –κι αυτό αποτελεί ένα ακόμα αδιάσειστο πειστήριο του βαθύτερου ευνουχισμού στον οποίον έχουν υποβληθεί. Γι’ αυτό και τα ποδήλατα έχουν ανακηρυχθεί εχθρικά οχήματα από τους οδηγούς, οι οποίοι τα κυνηγούν μανιωδώς σα σε βίντεο γκέιμ. Απέναντί τους πασχίζουν να επιβιώσουν τρεις συνομοταξίες. Οι μετανάστες, που οδηγούν κάτι ξεφούσκωτα σούργελα και αποδεικνύουν περίτρανα ότι το ποδήλατο είναι πάνω απ’ όλα ένα γνήσιο προλεταριακό όχημα, σύντροφος των φτωχών στον καθημερινό τους κάματο. Μετά έρχονται τα λάιφ στάιλ φρικιά, που έχουν εισάγει τα ποδηλατικά ήθη από την Αθήνα ή τη Βαρκελώνη, και οι οποίοι εσχάτως σπονσοράρονται από τις σχετικές καμπάνιες του Δήμου Λευκωσίας, ο οποίος κάπου πρέπει να ξεπλύνει τη συνενοχή του στον συστηματικό βιασμό της εναπομείνασας ελεύθερης πόλης. Αυτή η συνομοταξία, διακρίνεται από τις άλλες επειδή οδηγάει τα πιο ακριβά ποδήλατα, κατασκευασμένα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Τέλος, το ενωτικό κίνημα αντιπροσωπεύεται από τους συμπαθείς παππούδες, που οδηγούν κάτι πανάρχαια κουρσούμια στολισμένα με ελληνικές σημαίες, τα οποία παραπέμπουν βέβαια στα ποδήλατα με τα οποία τα νεαρά στελέχη της ΕΟΚΑ αλώνιζαν πόλεις και υπαίθρους μεταφέροντας τα μηνύματα της οργάνωσης. Θωρώντας τους, σκέπτομαι πως ο αγώνας για ένα αυθεντικό, αντιστασιακό-λαϊκό κίνημα αυτοδιάθεσης περνάει μέσα από την διαμόρφωση και μιας ποδηλατικής φυλής που να συνδυάζει στοιχεία και από τους τρεις τύπους που περιγράψαμε. Θέλουμε ποδηλάτες φρικκιά, με αυθεντική λαϊκή συνείδηση, να κάνουν προλεταριακή και όχι επιδεικτική χρήση του μέσου, και να το ‘χουν στολισμένο με ελληνικές σημαίες. Όνειρο…
[Εδημοσιεύθη στην εφημερίδα ΕΝΩΣΙΣ]