«Στην απαισιοδοξία της λογικής, αντιτάσσω την αισιοδοξία της βούλησης»
Αντόνιο Γκράμσι
Ζώ για λίγες εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη. Τριγυρνάω με το ποδήλατο στο κέντρο, αφισοκολλώ στις συνοικίες, μοιράζω φυλλάδια στις λαϊκές. Προσπαθώ μάταια να κατανοήσω τις αιτίες που αφήνουν αυτή την πόλη μισή μέσα στην κρίση.
Όλοι οι φίλοι μου θέλουν να φύγουν. Κουβεντιάζουμε για ‘κεινους που έσπευσαν πρώτοι. Πρόσωπα αγαπημένα και -ίσως- οι καλύτεροι. Σαν τις φυλές του Ισραήλ ξαπλώνεται στον κόσμο η γενιά μου. Μεγαλώσαμε απότομα. Όχι γιατί -όπως φοβόμουνα- ενταχθήκαμε στο σύστημα, αλλά γιατί αυτό κατέρρευσε και μας ανάγκασε σε αναδίπλωση. Πέσαμε σούμπιτοι στα χέρια της ανασφάλειας, της μιζέριας, της ανεργιάς και της προσφυγιάς.
Και να ‘μαστε τώρα εδώ. Σ’ έναν τόπο που ασφυκτιεί. Σ’ έναν τόπο που ρημάζει. Που τον κυκλώνουν σαν τους γύπες επίδοξοι επενδυτές και μεγαλόσχημοι αναμορφωτές –οι ολιγάρχες, το ξένο κεφάλαιο, οι νέοι επικυρίαρχοι των Βαλκανίων. Και που ταυτόχρονα, σαν τόπος χαμηλώνει διαρκώς. Κοινωνικά, πολιτιστικά, πνευματικά.
Προχθές το βράδυ βγήκα βόλτα στην παραλία. Σε ό,τι έχει απομείνει από αυτή. Κοιτούσα απέναντι, από το Μακεδονία Παλάς, το μέτωπο του κέντρου της πόλης προς τη Θάλασσα: Φώτα, αυτοκίνητα και κλάμπ. Η Θεσσαλονίκη έχει μεταβληθεί σε φοιτητούπολη. Ζει από αυτό. Ένα τεράστιο θεματικό πάρκο διασκέδασης για υποψηφίους αριστεύσαντες στο πανεπιστήμιο της αμάθειας. Όλα περιστρέφονται γύρω από αυτή την ακραία εμπορευματοποίηση της φοιτητικής ξεγνοιασιάς.
Ό,τι δεν συμφιλιώνεται μ’ αυτό νεκρώνει. Μέσα σ’ ένα χαρακτηριστικά βαλκανικό, μεταμοντέρνο χάος. Σε μια βαβέλ με ακραίες ανισότητες, διαλυμένη.
Πριν γυρίσω την πλάτη μου στην παραλία. Πριν στρέψω το ποδήλατο στο δρόμο για το σπίτι, ακούω κουπιά. Σαν σε ταινία του Αγγελόπουλου, μπροστά στο λιμάνι, ξυστά από τον κάβο περνάει μια βάρκα σάπια, πανάρχαια, χωρίς μηχανή. Πάνω της, τρεις, μια γιαγιά ντυμένη μαύρα, και άλλοι δυό. Ο ένας να κάνει κουπί, ο άλλος να μαζεύει τα δίχτυα, κι η γιαγιά να τα ξεμπερδεύει. Η ψαριά της βραδιάς. Μέσα σ’ αυτό το πηχτό ζουμί του Θερμαϊκού. Ψάρια ξεβαμμένα με πιτσιλιές από χλωρίνη.
«Η ζωή δεν είναι παρά μια κινούμενη σκιά/ένας αδιέξιος ηθοποιός/που κορδώνεται και δυστροπεί πάνω στο παλκοσένικο/και μετά παύει να ακούγεται: Είναι ένα παραμύθι που το αφηγείται ένας ηλίθιος, όλο οχλοβοή και μανία/χωρίς κανένα νόημα»
Άκουσα πολλά από τα τραγούδια της Μόνικας. Έκτοτε τα ακούω κάθε μέρα. Ανήκω σ’ αυτούς που νομίζουν ότι έχει απίστευτο ταλέντο. Κυρίως μουσικά. Υπάρχει κάτι το πολύ ιδιαίτερο στη μουσική της –και ταυτόχρονα οικείο. Ακούγεται σαν διάβημα ενός άλλου κόσμου, που σε καλεί να μετέχεις. Μάλλον ανήκω κι εγώ στους ενθουσιασμένους, με κίνδυνο όπως πάντα να γράψω υπερβολές κι αμετροέπειες. Ίσως. Ας πούμε, τελοσπάντων, ότι η μουσική της Μόνικα είναι ένα όχημα για να ταξιδέψεις. Πολύ περισσότερο από την 345093459053409η εκδοχή έντεχνης κιθαρωδίας που προβάλεται σήμερα από «μέηνστρημ εναλλακτικά» κανάλια.
Αναπόφευκτα, βέβαια, ο ενθουσιασμός γεννάει και ορισμένες σκέψεις, ορισμένες αγωνίες.
Η Μόνικα με έβαλε να σκεφτώ, τη συνθήκη της «νέας, ελπιδοφόρου δημιουργού» (ίσως να απεχθάνεται αυτή την ταμπέλα όσο κι εγώ). Τον κίνδυνο που έχει να εκτροχιαστεί από την «επιτυχία». Έναν κίνδυνο, που όσο κι αν φαίνεται περίεργο δεν πρέπει να είναι μόνον κίνδυνος προσωπικός, με την έννοια ότι δεν εξαρτάται κυρίως από τους νέους δημιουργούς.
Γιατί υπάρχει μια πολύ σοβαρή αντίφαση στα θεμέλια της μουσικής βιομηχανίας σήμερα. Γιατί από τη μία λειτουργεί με τις ταχύτητες μιας άυλης τουρμποκαπιταλιστικής βιομηχανίας, έχει ανάγκη δηλαδή διαρκώς από «καινοτομίες», δηλαδή «φρέσκο αίμα», «νέα ακούσματα» για να λειτουργήσει. Πλέον μιλάμε με όρους χιτ εβδομάδων, ή δια διάττοντες «ποιοτικούς αστέρες» και όχι με όρους, ας πούμε μόνιμης, δημιουργικής παρουσίας στον αστερισμό της μουσικής.
Από την άλλη όμως, η άλλη όψη της ίδιας της βιομηχανίας, όλο αυτό το σταρ σύστεμ, η προβολή, το αδιάκοπο τρεχαλητό, η φιλοδοξία που σε μπουκώνουν, ο διά της βίας ναρκισσισμός που σου επιβάλουν και όλα αυτά τα συμπαραμαρτούντα, δημιουργούν συνθήκες ανθρωπολογικής εξάντλησης. Πλέον, οι ταλαντούχοι και οι «φερέλπιδες» τα φτύνουν μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, ήδη πολύ πιο πρίν από το να εξαντλήσουν τη δημιουργικότητα που έχουν μέσα τους.
Είναι η αντίφαση ενός χώρου που θέλει το νέο και το ελπιδοφόρο για να λειτουργήσει, και που ταυτόχρονα το σκοτώνει σε κάθε του κίνηση του γραναζιού της μηχανής του: Πάρτε για παράδειγμα την Έϊμυ Γουάϊνχαους, που για μένα έχει μια εξαιρετική φωνή, και είναι θαυμάσια ερμηνεύτρια. Ε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή την τρέλα της υπερπροβολής και της εντατικής, βαριάς, τοξικής καλλιέργειας του ίματζ της, η κοπέλα έχει καταντήσει ανθρώπινο ερείπιο, να σέρνεται από κέντρο απεξάρτησης σε ναρκο-όργιο και τούμπαλιν.
Δε λέω ότι αναπόφευκτα καταλήγεις εκεί. Έχω μια αίσθηση όμως, όπως δηλαδή πλακώνει ένα εργοστάσιο ή ένα εργοτάξιο με επενδύσεις σε μια περιοχή και πολύ γρήγορα τη μεταβάλη σε έρημη νεκρή χώρα, οικολογικά και κοινωνικά, όπως πλακώνει η βιομηχανία της διασκέδασης και μεταβάλει ολόκληρα προάστεια σε περιοχές-φαντάσματα, ιδιαίτερα αφότου ο καταναλωτής βαρεθεί τη φυσιογνωμία της περιοχής και αυτή καταρρεύσει στο χρηματιστήριο του θεάματος, έτσι και η μουσική βιομηχανία πλακώνει πάνω στους ανθρώπους, τους ξεζουμίζει μέσα σε μια κιμαδομηχανή δημιουργικότητας και μετά τους εγκαταλείπει πραγματικά ερείπια του εαυτού τους.
Ο Κέρτ Κομπέϊν, με την αυτοκτονία του, είχε πραγματοποιήσει ένα διάβημα καταγγελίας αυτής της συνθήκης. «Δεν αντέχω στον κόσμο τούτο» είπε ο άνθρωπος, κι αποχώρησε Επικούρεια. Βέβαια, όλοι εκείνοι που τον θρήνησαν και που τον έκαναν μπλουζάκι, φρόντισαν επιμελώς να αποκρύψουν ότι ο βιολογικός του θάνατος, ήταν γι’ αυτόν μια φυγή από τη μη-ζωή που είχε δημιουργήσει πάνω του και μέσα του, βιάζοντας τις ευαισθησίες το ίδιο το μουσικό κύκλωμα.
Μπορεί βέβαια και να λέω μαλακίες. Και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που ο καλλιτεχνικός καπιταλισμός δεν είναι τόσο ανεπτυγμένος όσο στη Δύση. Κι εδώ όμως, η δίψα του εγχώριου συστήματος για κάτι νέο, μέσα στο τέλμα που περιτρυγιρίζει τα μουσικά δρώμενα αυτής της ξεπεσμένης ευρωπαϊκής επαρχίας, είναι τόσο μεγάλη που υπάρχει κίνδυνος να αποξηράνει το Πρόσωπο του καλλιτέχνη πολύ γρήγορα.
Αγωνιώ λοιπόν, κι ανησυχώ, για μια τέτοια προοπτική. Γιατί η συνθήκη του σταριλικίου είναι σήμερα αντιανθρώπινη, και στην καλύτερη περίπτωση καταλήγει οδοστρωτήρας της έμπνευσης. Κι όποιος επιθυμεί να επιβιώσει μέσα σ’ αυτήν, θα πρέπει να συνηθίσει κάτι από τη μοναξιά και τη μόνωση του δρομέα των μεγάλων αποστάσεων.
Το δεύτερο σχόλιο, έχω να το κάνω σε σχέση με τη γλώσσα. Τους στίχους στην αγγλική. Φαντάζομαι, βέβαια, ότι θα την έχουν πρήξει την κοπέλα με ερωτήσεις για την επιλογή της. Κι εγώ που είμαι πολιτικό ζώο, το βλέπω διαφορετικά το πράγμα, και αρκετά ξύλινα, επειδή βλέπω παντού την διάσταση της πολιτιστικής αποικιοκρατίας.
Η ζώη όμως, η «πράξη» αν θέλουμε να το βάλουμε έτσι με ένα ταρατατζούμ πολιτικής ορολογίας, έχει προ πολλού αποδείξει ότι οι γραμμές της εξέλιξης των πραγμάτων δεν είναι ευθύγραμμες.
Ας βάλουμε, επομένως, λίγο νερό στο κρασί της (δικής μας) πολιτικής ορθότητας.
Κατ’ αρχήν, λοιπόν, ο αγγλικός στίχος δεν είναι πρόβλημα. Τουλάχιστο για μένα. Σκέφτομαι όμως το εξής. Ότι υπάρχει έτσι όπως ακούω τα τραγούδια ένα χάσμα μεταξύ του βάθους στη μουσική, των χρωμάτων και της υφής της, και των στίχων, των νοημάτων που κοινωνούν.
Δεν ξέρω πώς μπορώ να το εκφράσω καλά γιατί είμαι και άσχετος σε σχέση με αυτά τα θέματα. Νομίζω ότι η γλώσσα έχει μια ποιητική διάσταση. Δεν έχει να κάνει μόνο με την επικοινωνία, τη μεταφορά των νοημάτων, έχει να κάνει και με την κατασκευή τους. Η γλώσσα είναι πολιτιστικό οικοδόμημα και όχι επικοινωνιακό εργαλείο. Η γλώσσα είναι μια κιβωτός, που περικλείει μέσα της τρόπους θέασης του εαυτού, του άλλου του κόσμου.
Επαναλαμβάνω ότι δεν μπορώ να εκφράσω καλά τι εννοώ γιατί είμαι άσχετος με αυτά τα θέματα.
Δε μιλάω για την πολυπλοκότητα των στίχων, ούτε για την πολυπλοκότητα των νοημάτων που εκφράζουν. Μιλάω για την δυνατότητά τους να συγκροτήσουν και να κοινοποιήσουν έναν ολόκληρο συναισθηματικό κόσμο. Διασθάνομαι ότι υπάρχει μια πανουργία της γλώσσας σε σχέση με αυτό το ζήτημα. Ότι δηλαδή, αν είσαι από εδώ και γράψεις ένα τραγούδι με απλούς στίχους στα ελληνικά, μπορεί να είναι ένα τραγούδι πολύ βαθύ, πολύ μεστό, μια δημιουργία ολοκληρωμένη. Αντίθετα, νομίζω ότι αν προσπαθείς να εκφραστείς πέραν της οικείας γλώσσας, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της έκφρασης και του α-κοινώνητου στον δημιουργό πολιτιστικό πηρύνα της γλώσσας, που δημιουργεί πάντοτε μια αίσθηση ανολοκλήρωτου και μισού. Μια συνθήκη ανοικειότητας.
Ο Σεφέρης έλεγε «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις σε ξένες γλώσσες». Δεν το λέω για την συγκεκριμένη περίπτωση. Φαντάζεστε όμως τον Ντίλαν να τραγουδούσε στα Γερμανικά;
Όντως, το να βουτήξει κανείς μέσα στις τεράστιες δεξαμενές των νοημάτων και της έμπνευσης της οικείας κουλτούρας, είναι μια πρόκληση που μπορεί να ακούγεται ως πολύ ξένη και απόμακρη για έναν νέο άνθρωπο, που έχει συνηθίσει να ζει μέσα στη νεοελληνική, αποεδαφικοποιημένη μητρόπολη. Τι διάολο όμως; Είναι μια νέα αντισυμβατικότητα, ενάντια στην αποικιοκρατούμενη Κανονικότητα -έτσι δεν είναι; Μπορεί να οδηγήσει σε μια πολύ δημιουργική εξαλλοσύνη –ιδιαίτερα αν μιλούμε για τις εμπνευσμένες μουσικές της Μόνικας, που συνθέτουν ντόπιο και ξένο, εγχώριο και παγκόσμιο σε τόσο ικανοποιητικά επίπεδα που μπορούν από μόνες τους να σταθούν, όχι στην παγκόσμια καπιταλιστική μουσική βιομηχανία, αλλά στη δημιουργική οικουμένη των ανθρώπων.
Μπορεί όλα αυτά να είναι υπερβολές. Μπορεί να είναι και σχήματα και σκέψεις που ντε και καλά τα φόρεσα πάνω στον άλλο, προβάλοντας τη δικιά μου αγωνία πάνω του. Γι’ αυτό ας τελειώνω εδώ. Όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά σκόρπιες σκέψεις. Που προκύπτουν από το γεγονός ότι ήρθα σε επαφή με μια νεά δημιουργία, που μου άρεσε πάρα, πάρα πολύ μετά από πολλά χρόνια.
Και δεν είναι λίγο να αρχίσεις να ξαναγαπάς νέες μουσικές, έτσι δεν είναι;
Διάβασα, ως πάλαι φιλοθανασο-παπακωνσταντινικός την συνέντευξη που έδωσε στην Ελευθεροτυπία. Ήταν κάπως σαν να συναντιέσαι μ’ έναν παράταιρο δεσμό. Η αμηχανία μετράει το εύρος της απόστασης και η σιωπή εκλογικεύει το ασύμπτωτο που προέκυψε στο παρελθόν. Κατάλαβα επιτέλους τι με ενοχλεί στην καλλιτεχνική φυσιογνωμία αυτού του ανθρώπου. Και το κατάλαβα από τις παρεπιπτόντως δηλώσεις του –αυτές που αφορούν τις απόψεις του όχι για την έμπνευση αυτή καθ’ αυτή, αλλά για το άμεσο κοινωνικο-πολιτικό της περιβάλλον. Σταχυολογώ δύο:
«[ ] Επίθεση στο σύστημα κάνουμε όταν αναπτύσσουμε τοπικές κοινότητες αυτοδιαχείρισης (που σκέφτονται παγκόσμια), δίκτυα χαριστικότητας, δίκτυα προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κινήματα που θα διεκδικούν δωρεάν δημόσιες συγκοινωνίες, ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, παιδείας, διατροφής, ποιότητα περιβάλλοντος. Ηδη έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια μορφή αλληλεγγύης σε ζητήματα φαινομενικά ευτελή και ανώδυνα, η οποία μεταμορφώνει τις νοοτροπίες και τις διανοίγει προς την ποιητική συνείδηση και την επινοητικότητα. Το κίνημα κατά των διοδίων, δίκτυα όπως το «Πελίτι», κινήσεις όπως ο ελεύθερος κοινωνικός χώρος «Βοτανικός κήπος» στην Πετρούπολη, χώροι όπως ο «Μικρόπολις» στη Θεσσαλονίκη, οι διάφορες καταλήψεις ανά την Ελλάδα δείχνουν τον δρόμο και με κάνουν αισιόδοξο για τη δύσκολη συνέχεια απέναντι σε ένα παγκόσμιο σύστημα λαίμαργο και αρπακτικό»
«[ ] – Τι σκέφτεσαι για το Μνημόνιο, το ΔΝΤ και τους κυβερνητικούς χειρισμούς; Σκέφτομαι την ερώτηση του Βανεγκέμ: «Είμαστε άραγε διατεθειμένοι να προσφέρουμε τις δυνάμεις μας για να ανακουφίσουμε τη χρεοκοπία ενός κράτους που όχι μόνο δεν υπηρετεί πια τους πολίτες αλλά, ως βρικόλακας, τους ρουφά το αίμα για να ταΐσει τα πλοκάμια του παγκόσμιου τραπεζικού κήτους;» Και απαντάω με όλη μου την ψυχή: Οχι!»
Από πρώτης απόψεως, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με τα παραπάνω. Είναι αρκούντως εύστοχα, και κατά την προσωπική μου άποψη κινούνται μέσες άκρες προς την σωστή κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, όμως, εκφράζουν ένα κενό. Ένα κενό επαφής με την πραγματικότητα. Είναι μια ψυχρή αποτίμηση αντισυστημικών διαβημάτων. Έναν κατάλογο μιας ριζοσπαστικής πολιτικής ορθότητας.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, σκέφτομαι, μιλάει σα Σουηδός Έθνικ δημιουργός: Διατηρεί μια απόλυτη μόνωση τριγύρω του. Παίρνει αποστάσεις απόλυτες από μια χώρα που αποσυντίθεται σε κάθε της βήμα. Αγνοεί την ασφυξία, την τρομερή ασφυξία τέχνης, νοήματος, ανώτερων αξιών και υπαρξιακών αναζητήσεων στην οποία βουλιάζει σήμερα η Ελλάδα. Αποτυγχάνει να συλλάβει -πώς να το πω;- το διπλό αδιέξοδο μιας κοινωνίας εξαρτημένης από το εμπόρευμα, που αδυνατεί μέσα στην έλλειψη του τρομερού ναρκωτικού να στηριχθεί στον πρωτύτερο, αντιστασιακό της χαρακτήρα για να υπερβεί μια και καλή την τυρρανία του συνδρόμου στέρησης που τη βασανίζει. Από το λόγο του Θανάση Παπακωνσταντίνου λείπει όλη αυτή η τρομακτική, ακατάλυτη ένταση που βιώνει κανείς σήμερα στην ατμόσφαιρα αυτής της χώρας, τους σπασμούς της μπροστά στο αδιέξοδο. Αυτός ο χείμμαρος όλων των απλήρωτων και των ανοιχτών λογαριασμών του παρελθόντος και του παρόντος που έχουμε ως λαός και που σήμερα μπροστά στην επικείμενη πτώχευση (πτώχευση όχι μόνον υλική, αλλά είναι συνάμα και πτώχευση οραμάτων και ψυχής) ξεσπάει μπροστά στα μάτια μας.
Δεν μπορώ να το εκφράσω καθαρότερα. Ίσως είναι και στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή πολύ μπερδεμένο. Αισθάνομαι πάντως, ότι απέναντι σ’ αυτή τη κρίση, δεν χρειαζόμαστε μια λογιστική των πολιτικά ορθών πρακτικών. Το αδιέξοδο, το ελληνικό αδιέξοδο, τοποθετημένο μέσα στο ευρύτερο παγκόσμιο έχει σώμα και ψυχή. Έχει ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο, το οποίο ας πούμε το πιάνει πολύ καλύτερα σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης, παρά την ηλικία του, και τους σχεδόν απόλυτους περιορισμούς που του θέτει παρά καλλιτέχνες όπως ο Θ. Παπακωνσταντίνου.
Το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό ή δεν είναι πολιτικό με τη στενή έννοια του όρου. Έχει να κάνει μάλλον με το ότι αν δεν κοινωνήσεις το σώμα και την ψυχή του ελληνικού αδιεξόδου, δεν θα μπορέσει να συγκινήσεις και να συγκινηθείς. Χάνεις τον ήχο και το υλικό μιας εποχής. Το ζόρι της και τον καϋμό της. Γι’ αυτό ίσως, στ’ αυτιά μου, τα τελευταία χρόνια οι δημιουργικές απόπειρες του Θ.Τ. είχαν τον τελευταίο καιρό μια ερμητικότητα. Μια εσωστρέφεια.
Στην ίδια συνέντευξη, ο Θ.Τ. μιλάει για τον «ελάχιστο εαυτό». Ίσως, το ελάχιστο του εαυτού να αντικατοπτρίζει αυτή τη μόνωση. Ο ίδιος βέβαια δεν θα το βλέπει έτσι -μάλλον το αντίθετο, αφού γι’ αυτόν «ο «ελάχιστος» εαυτός, [που] δημιουργείται κάθε στιγμή από την αλληλεπίδρασή μας με το περιβάλλον». Εγώ πάντως, σκέφτομαι το αντίθετο. Ότι ο ελάχιστος εαυτός είναι αυτός που προκύπτει από μια ενδοσκόπηση δίχως τη λυτρωτική σύνδεση με το συγκεκριμένο, άμεσο περιβάλλον.
Υ.Γ. Παρ όλα αυτά, παραμένω πάντα ερασιτέχνης ακροατής –και ακόμα πιο άτσαλος ερασιτέχνης αναγνώστης και κριτής συνεντεύξεων περί της τέχνης και της μουσικής.
Υ.Γ.2 Ωστόσο, αυτό που μου άρεσε στη συνέντευξη, ήταν ότι ο Θ.Τ. είναι αφοπλιστικά ειλικρινής. Για τα περαιτέρω, μπορεί κανείς να ανατρέξει εδώ