Ζέστη –και η αρβύλα έχει γίνει βραστήρας. Το μπερέ μάλλινο, να ποτίζει και το χιτώνιο να κολλάει στο σβέρκο. Κάποιο ΚΤΕΛ, κάποιος επαρχιακός δρόμος –κάποια μετάθεση, μέσα σε άλλες μεταθέσεις, τροχιές παράλληλες, πυρακτωμένες. Διαδρομές σε μέρη που δεν θα ξαναδείς, μαζί με τύπους ανθρώπων την ύπαρξη των οποίων δεν γνωρίζεις καν, τύπους περιθωριακούς στον δικό μας μικρόκοσμο, αλλά απ’ ότι φαίνεται τόσο κοινούς στο διάχυτο κοινωνικό σώμα.
Δίπλα κάτι πιτσιρικάδες, ένας τσιγγάνος και ένας υδραυλικός από το Περιστέρι ακούνε Γκόα Τράνς. Μιλάνε για τη Μύκονο, για τα πάρτι και τις παρτούζες, και ονειρεύονται την Ταϋλάνδη με τα φτηνά κορίτσια και τα ναρκωτικά. Άνεργοι, αμόρφωτοι, μίζεροι και απελπισμένοι, ακούνε μια αποβλακωτική μουσική που μοιάζει με τον ήχο της πρέσσας στο εργοστάσιο, και ανταλλάσουν μ’ ένα λεξιλόγιο 80 λέξεων ονείρα ψεύτικα και, πλαστικά . Ψες, όμως, στις καθαριότητες ήταν από τους λίγους που ήρθαν να χώσουμε τα χέρια μας, να ξεβουλώσει το θηρίο, για να πάψει η μπόχα. Και αυτό τους το φιλότιμο, κάνει πιο θλιβερή την κατάστασή τους –να ξοδεύονται με τα πιο θορυβώδικα, αποβλακωτικά και τοξικά σκουπίδια της κωλοκοινωνίας του θεάματος και του καταναλωτικού ευδαιμονισμού.
Πιο δίπλα, ένα παιδάκι από την Ελευσίνα, 17 στα 18, εξηγεί κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του για μια νταλίκα, λέει, τούρμπο-ντήζελ, πώς επιταχύνει με 500 άλογα, και αφήνει πίσω της οχλοβοή, καπνό και πάταγο. Τον παρακολουθώ εδώ και βδομάδες: Δεν του φαίνεται ότι έχει τελειώσει το σχολείο –κι από που να το καταλάβεις εξάλλου; Είναι εξπέρ στα παιχνίδια του διαδικτύου, και ξοδεύει τις εξόδους του έγκλειστος σε ένα ίντερνετ καφέ, μεταξύ του facebook και των Role playing Games. Ακούγοντας τον, νομίζεις ότι ανήκει σε έναν άλλο κόσμο, ένας μικρός πρίγκηπας σ’ έναν πλανήτη που κυριαρχούν τα αυτοκίνητα με τις μυθικές επιδόσεις και οι ήρωες με τα σπαθιά των παιχνιδιών του. Για αντιπερισπασμό, του λέω για την κοιλίδα της BP στον κόλπο του Μεξικού, την οικολογική καταστροφή και το αυτοκτονικό μονοπώλιο του αυτοκινήτου. Είναι η σειρά μου να φανώ εξωγήινος, εισπράττοντας βλέμματα αδιαφορίας, καθώς οι τρομερές μου προφητείες τους φαίνονται ασυνάρτητες πολυλογίες.
Δίπλα μου, ένας διδάκτορας πάνω στην ψυχολογία και την αισθητική του σώματος, κοιτάει με συγκατάβαση. Είναι αυτό το στυλάκι του διανοούμενου, δε, που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι προτιμώτερο: Το χαός των αποκάτω ή η ξιπασιά του ελιτισμού των αποπάνω; Ρητορικά ερωτήματα, που ο σκοπός τους είναι να υποδείξουν για άλλη μια φορά το πόσο ανάδελφη μπορεί να είναι μια ενδιάμεση θέση –να γλυτώσουμε ρε παιδιά από το ντουβάρι της άγνοιας και από εκείνο των γελοίων εξυπνακισμών των μορφωμένων.
Στην νέα μονάδα, το βλέμμα του επιλοχία έχει κάτι από τη γλίτσα της λαδομπογιάς των τοίχων και των οπλοβαστών. Φωνάζει μα δεν το εννοεί. Το παράστημά του έχει κάτι παράταιρο. Πιο πολύ χάσκει παρά κοιτάει. Λίγο μετά τραβάει χειρόφρενο, και αστειεύεται. Οι μισθοί, οι μεταθέσεις, μια χακί παραλλαγή του αδιεξόδου που κατατρώγει όλη την κοινωνία:
«Και μην με ζαλίζετε με τα βύσματά σας, γιατί θα βγώ με προώρη και θα μου κλάσετε τα αρχίδια». Σιχάθηκε, λέει, την ανυποληψία και την υποβάθμιση που βιώνει, τα βάζει με τα ΜΑΤ και «τους μπάτσους», που γλύτωσαν τα νέα μέτρα. Αλλά είπε πολλά. Κάνει επανεκκίνηση και ξαναπιάνει τις φωνές –άλλα όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για εξαρτημένο αντανακλαστικό.
Σκατά κι απελπισία, κύριοι: Αυτά είναι τα υλικά με τα οποία φτιάξαμε τον θαυμαστό, νέο κόσμο των νεοελλήνων. Και τώρα που θνήσκει, μας ανταποδίδει τις προσφορές μας κατάμουτρα.
====================================
Υ.Γ.1. Οι γνωστοί ας μην ανησυχήσουν. Σκέψεις είναι μόνο και διαπιστώσεις. Δεν κωλώνουμε, ούτε καταποντιζόμεθα. Διαπιστώνουμε τα αδιέξοδα, και «κατανοούμε τους όρους για την υπέρβασή τους». Απαισιοδοξία της λογικής, αισιοδοξία της βουλήσεως –που θα ‘λεγε κι ο Γκράμσης.
Υ.Γ.2: Τι είναι άραγε ο στρατός; Πρίν από όλες τις αναλύσεις, για μένα, είναι ένα τεράστιο εργαστήριο όπου μπορεί κανείς να καταγράψει την μικρογραφία της κοινωνίας στην ολότητά της. Και μια ευκαιρία να περιπλανηθεί σε τόπους, όπου εκεί δεν πάει κανείς. Ούτε ο θεός, ούτε οι σικ πρωτευουσιάνοι με τα τροχοφόρα τους.