Στα κανάλια των οχτώ περιφέρουν ένα πτώμα
Σχολιάζοντας τις κατακλύσεις του
Φαιδροί, γελοίοι στα κοστούμια σας
Νομίζατε ότι θα διδάσκατε στο κοινό ανατομία
Κι όμως είστε εσείς που ξαπλώνετε στο κρύο τραπέζι
Είστε εσείς το πτώμα
Τελειώσατε
Στα κανάλια των οχτώ περιφέρουν ένα πτώμα
Σχολιάζοντας τις κατακλύσεις του
Φαιδροί, γελοίοι στα κοστούμια σας
Νομίζατε ότι θα διδάσκατε στο κοινό ανατομία
Κι όμως είστε εσείς που ξαπλώνετε στο κρύο τραπέζι
Είστε εσείς το πτώμα
Τελειώσατε
Κομιστής αρχαίων ονείρων, σ’ ένα κόσμο που οι ουρανοξύστες σχίζουν τους ουρανούς, και η μνήμη απαγορεύεται με κρατικά διατάγματα.
Γιατί…
«Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση» (Κατσαρός)
Καθόμουν ψες, τσικνοπέμπτη, βραδάκι, σε μια αγαπημένη ταβέρνα και περιμένα μάταια ένα φίλο να βρει να παρκάρει. Τώρα τελευταία στην πόλη παίζουν ένα παιχνίδι με τα αμάξια, σαν μουσικές καρέκλες είναι, παίζει μουσική κόρνες και όλοι γυρνάν γύρω-γύρω να βρουν να παρκάρουν. Η μουσική ποτέ δεν σταματά όμως, οι κόρνες, κι έτσι γυρίζουν παράτεροι οι οδηγοί σαν μπίλια που χοροπηδάει σε αεικίνητη ρουλέτα.
Εγώ δεν ήξερα, όμως την ιδιαιτερότητα του παιχνιδιού –ούτε κανέναν άλλον στην ταβέρνα ήξερα– κι έτσι απέμεινα να κοιτώ το άσπρο πιάτο.
Κι ύστερα ήρθε η μόνωση, μια αίσθηση καταπληξίας, ότι κάθομαι στην γωνίτσα της πόλης ενώ πίσω μου στροβιλίζονται σαν ίλιγγος καπηλιά, κόσμος, χωροί, μπαρ, χάχανα. Είδα τους ανθρώπους, τη ζωή τους, τη ζωή μας, όλους μας σε περίληψη σα σε στιγμιότυπο στο βλέμμα μερικών.
Κατάλαβα τα τελευταία χρόνια, αυτό που λέμε εκσυγχρονισμός, την βαθύτερή του κίνηση. Ένοιωσα μια επιτάχυνση, ένα τίναγμα, κι έπειτα είδα προϊόντα, αυτοκίνητα, επιχειρήσεις να περνάν πάνω από τους ανθρώπους σαν αιώνες. Είδα κούραση, φθορά στην κόρη του ματιού, καινούργια ρούχα και στριμωγμένους μέσα τους, τους ανθρώπους, μια δυσφορία. Ένοιωσα την πόλη έναν γιγάντιο οργανισμό, κι οι ανάσες των ανθρώπων οι βαρυγκομούσες τα πνευμόνια του. Άκουσα να ‘ρχεται η εμβολή, το έμφραγμα με το σφύριγμα που κάνει αεροπλάνο που πέφτει.
Θυμήθηκα. Πριν. Όταν είχε ακόμα χαμόσπιτα, κανέναν πύργο ματαιοδοξίας, γυάλινο, λαμπερό μα εύθραυστο, η πόλη. Όταν είχε διάθεση για ποδήλατα, βόλτες, μουσικές πουλιά που κελαηδούν και σε καλούν να περιπλανηθείς στην αγκαλιά της. Όταν οι έρωτες, οι φιλιές δεν είχαν τον καταναγκασμό της σύμβασης ενάντια στη μοναξιά, κι οι τσικνοπέμπτες δεν ήταν γκρίζες αλλά αγνές, λευκές και διάφανες σαν τα χαμόγελα των φίλων μας.
Άφθονο κρέας, αλκόολ, τρώμε και πίνουμε όχι για να χορτάσουμε, μα για τη λήθη να ξεχάσουμε πως είμαστε σε πτώση.
Μακαρισμοί, άμποτε να ΄ρθει η Μεγάλη Καθαρή Δευτέρα, κι έπειτα Σαρακοστή να καθαρίσουμε από τα τοξικά χνώτα του θηρίου που μας φρουρεί δεμένους χειροπόδαρα
Η Θέλησή μου καταπατήθηκε τόσους αιώνες (Μ. Κατσαρός)
αμήν.