Το πρόβλημα έγκειται σε μια ορισμένη αντίληψη της ταξικής πάλης, που τόσο πολύ έχει επεκταθεί στους χώρους της αμφισβήτησης τα τελευταία 3-4 χρόνια.
Αυτή του «μητροπολιτικού ανταγωνισμού», του «μίσος ταξικό-κουφάλες πατριώτες» που τόσο πολύ φοριέται από τους ριζοσπαστικούς κύκλους των μεσοστρωμάτων της νεολαίας.
Κι όμως –αυτή η αντίληψη αποτελεί μια νομιμοποιητική ιδεολογία μιας μητροπολιτικής στάσης και τάσης που είναι μάλλον αντιδραστική –και ποτέ ανατρεπτική.
ΤΟ σύνθημα λέει αλήθεια για τον εαυτό του, μόνο ως το πρώτο σκέλος: Το μίσος. Είναι το ατομικιστικό, βαθύ μίσος, του σχιζοειδή μητρπολιτάνου, αυτό το μίσος που τόσο παραστατικά είδαμε στον «ταξιτζή» με τον Ντε Νίρο. Είναι ένα μίσος σαφέστατα αντισυμβατικό, γιατί ακριβώς έχει μοναδική πηγή αναφοράς μια υστερική έκρηξη του αλλοτριωμένου εαυτού -κι ως εκ τούτου δεν χωράει σε κανένα σχήμα συλλογικής, δηλαδή κοινωνικής οργάνωσης (καταναγκαστικής ή απελευθερωτικής). Αλλά ταυτόχρονα κι ένα μίσος ακραία μηδενιστικό, γιατί ακριβώς στον ορίζοντά του δεν βλέπει καμία «αδελφότητα» πέρα από την κουκουλωμένη αδελφότητα των σκοτεινών τιμωρών, που δικάζουν και εκτελούν σαν τον δικαστή Ντρέντ, με τα όπλα στο χέρι.
Γι’ αυτό και, μέχρι τώρα κάθε μαζική εκδήλωση αυτού του «ταξικού μίσους» έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της, την ολοκληρωτική απουσία σαφέστατης ταξικής αναφοράς. Οι φορείς της, σπάζουν αδιάκριτα, μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, περίπτερα, στάσεις λεωφορίων (δημόσιες υποδομές), τράπεζες, αυτοκίνητα και μοτοσακό. Το ίδιο μαρτυράει και η εστίαση της αντιπαράθεσης στον «μπάτσο», το τυφλό όργανο του καταναγκασμού, και όχι σε κάποιον φορέα της ταξικής κυριαρχίας του τόπου, τον εντολοδότη του.
Υπό αυτό το πρίσμα, δεν ήταν διόλου απίθανο να συμβεί αυτό που συνέβη πριν από τρεις μέρες, ακυρώνοντας μια από τις μεγαλύτερες πορείες της μεταπολίτευσης.
Ίσα-ίσα. Πρόκειται για προβλέψιμες και αναπόφευκτες παράπλευρες απώλειες πράξεων που δεν έχουν κανέναν άλλο στόχο πέρα από το να εξαπολύσουν την ρομφαία αυτού του μίσους μέσα στο και εναντίον του μητροπολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο επωάζεται.
Τη στιγμή που επιχειρείται ανοιχτά εκτροπή του πολιτεύματος, την στιγμή που μπροστά μας ξεδιπλώνεται σε όλες τις διαστάσεις ένα απροκάλυπτο καθεστώς κατοχής του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον, με σύσσωμες τις ελληνικές άρχουσες τάξεις να παίζουν το ρόλο του δοσίλογου και του ενεργούμενου, την στιγμή που επιβάλεται δια της ανοιχτής βίας πολιτικές με τις οποίες οι κυρίαρχει παίρνουν την ταξική ρεβάνς από τον ελληνικό λαό –σε μια συγκυρία που συμβαίνουν όλα αυτά ταυτοχρόνως, τα εξεγερσιακά δυναμικά της ελληνικής κοινωνίας δείχνουν να εγκλωβίζονται σε στάσεις και συμπεριφορές που παραπέμπουν σ’ ένα σκηνικό «πολέμου όλων εναντίον όλων».
Έτσι, όσοι εκ του πονηρού, πόνταραν στο άλογο αυτού του μίσους, σε αναζήτηση μιας νέας «ταξικής συνείδησης» προς άγραν κοινού, μελών, στελεχών ή ψηφοφόρων, μόλις τις τελευταίες ώρες κατανοούν τι θύελλες έσπειραν*.
Θα πρέπε να γνωρίζουν όλοι αυτοί, ότι το τυφλό και απελπισμένο μίσος, η βία και η οργή δεν απαντώνται μόνο στις εξεγερσιακές καταστάσεις, αλλά και σ’ εκείνες που προσιδιάζουν τις συνθήκες της ρωμαϊκής αρένας. Ως προς αυτό, γνωρίζουμε πολύ καλά πώς η αυτοκρατορική κοινωνική μηχανική της Ρώμης χρησιμοποιούσε αυτού του τύπου τα θέματα, ώστε να ακυρώσει (δια της εκτόνωσης ή δια του φόβου) την πολιτική λειτουργία του πλήθους. Και γνωρίζουμε επίσης, ότι αυτή πρακτική της αυτοκρατορικής Ρώμης ευθύνεται για το ότι, οι συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στην αρένα, αγκάλιασαν όλη την ρωμαϊκή κοινωνία κατά την εποχή όπου η αυτοκρατορική τάξη και ασφάλεια άρχισε να αποσυντίθεται.
Νομίζω πώς η «αντίθεση» του μηδενιστικού μίσους, στη «θέση» μιας χώρας που υποτάσσεται όντας ολοκληρωτικά σάπια σ’ αυτό το στυγνό καθεστώς, δεν μπορεί παρά να παράξει «αποσύνθεση».
================
* Θα πρέπει να γίνει επιτέλους μια συζήτηση που να διαχωρίζει λίγο τα μέσα από το περιεχόμενο. Να επικεντρωθούμε λίγο στο κοινωνικό υποκείμενο αυτό καθ’ αυτό. Ως προς αυτό, η εξίσωση που έχει γίνει από διάφορους χώρους ότι αυτού του τύπου η «κοινωνική αντιβία» οδηγεί στην ανάπτυξη των ανατρεπτικών και των ριζοσπαστικών συνθηκών στους κόλπους της κοινωνίας, είναι εντελώς εσφαλμένη.
Διότι μέχρι τώρα η ιστορία δείχνει ότι μάλλον αποτελεί ανταγωνιστικό μέγεθος και την υπονομεύει. Ας δούμε την περίπτωση της συλλογικής αυτο-οργάνωσης της μαύρης κοινότητας στις ΗΠΑ. Η άνοδος της «διάχυτης, μητροπολιτικής αντιβίας» σήμανε το τέλος των ανατρεπτικών δυναμικών και όχι την απαρχή ενός νέου κύκλου. Αντίθετα, ήταν αυτή που έθεσε τις βάσεις για την γκανγκστερική εκτροπή των δυναμικότερων κομματιών, εξέλιξη που μέχρι σήμερα υπονομεύει την υπόθεση της χειραφέτησης του. Με άλλη μορφή, και ορισμένες ιδιαιτερότητες, ανάλογα πράγματα συνέβησαν και στις πόλεις της Βραζιλίας, όπου η άνοδος των συμμοριών λειτούργησε αποτρεπτικά στην συγκρότηση ενός μαζικού κινήματος των άρτι αστικοποιημένων και προλεταριοποιημένων στρωμάτων. Έτσι, οι συμμορίες κατανάλωσαν και καταναλώνουν ένα λαϊκό δυναμικό, το οποίο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί δημιουργικά στον αγώνα για μιαν καλύτερη κοινωνία.