Author Archive for
Ας περιμένουν οι γυναίκες
Διάβασα, ως πάλαι φιλοθανασο-παπακωνσταντινικός την συνέντευξη που έδωσε στην Ελευθεροτυπία. Ήταν κάπως σαν να συναντιέσαι μ’ έναν παράταιρο δεσμό. Η αμηχανία μετράει το εύρος της απόστασης και η σιωπή εκλογικεύει το ασύμπτωτο που προέκυψε στο παρελθόν. Κατάλαβα επιτέλους τι με ενοχλεί στην καλλιτεχνική φυσιογνωμία αυτού του ανθρώπου. Και το κατάλαβα από τις παρεπιπτόντως δηλώσεις του –αυτές που αφορούν τις απόψεις του όχι για την έμπνευση αυτή καθ’ αυτή, αλλά για το άμεσο κοινωνικο-πολιτικό της περιβάλλον. Σταχυολογώ δύο:
«[ ] Επίθεση στο σύστημα κάνουμε όταν αναπτύσσουμε τοπικές κοινότητες αυτοδιαχείρισης (που σκέφτονται παγκόσμια), δίκτυα χαριστικότητας, δίκτυα προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κινήματα που θα διεκδικούν δωρεάν δημόσιες συγκοινωνίες, ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, παιδείας, διατροφής, ποιότητα περιβάλλοντος. Ηδη έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια μορφή αλληλεγγύης σε ζητήματα φαινομενικά ευτελή και ανώδυνα, η οποία μεταμορφώνει τις νοοτροπίες και τις διανοίγει προς την ποιητική συνείδηση και την επινοητικότητα. Το κίνημα κατά των διοδίων, δίκτυα όπως το «Πελίτι», κινήσεις όπως ο ελεύθερος κοινωνικός χώρος «Βοτανικός κήπος» στην Πετρούπολη, χώροι όπως ο «Μικρόπολις» στη Θεσσαλονίκη, οι διάφορες καταλήψεις ανά την Ελλάδα δείχνουν τον δρόμο και με κάνουν αισιόδοξο για τη δύσκολη συνέχεια απέναντι σε ένα παγκόσμιο σύστημα λαίμαργο και αρπακτικό»
«[ ] – Τι σκέφτεσαι για το Μνημόνιο, το ΔΝΤ και τους κυβερνητικούς χειρισμούς;
Σκέφτομαι την ερώτηση του Βανεγκέμ: «Είμαστε άραγε διατεθειμένοι να προσφέρουμε τις δυνάμεις μας για να ανακουφίσουμε τη χρεοκοπία ενός κράτους που όχι μόνο δεν υπηρετεί πια τους πολίτες αλλά, ως βρικόλακας, τους ρουφά το αίμα για να ταΐσει τα πλοκάμια του παγκόσμιου τραπεζικού κήτους;» Και απαντάω με όλη μου την ψυχή: Οχι!»
Από πρώτης απόψεως, βέβαια, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με τα παραπάνω. Είναι αρκούντως εύστοχα, και κατά την προσωπική μου άποψη κινούνται μέσες άκρες προς την σωστή κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, όμως, εκφράζουν ένα κενό. Ένα κενό επαφής με την πραγματικότητα. Είναι μια ψυχρή αποτίμηση αντισυστημικών διαβημάτων. Έναν κατάλογο μιας ριζοσπαστικής πολιτικής ορθότητας.
Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, σκέφτομαι, μιλάει σα Σουηδός Έθνικ δημιουργός: Διατηρεί μια απόλυτη μόνωση τριγύρω του. Παίρνει αποστάσεις απόλυτες από μια χώρα που αποσυντίθεται σε κάθε της βήμα. Αγνοεί την ασφυξία, την τρομερή ασφυξία τέχνης, νοήματος, ανώτερων αξιών και υπαρξιακών αναζητήσεων στην οποία βουλιάζει σήμερα η Ελλάδα. Αποτυγχάνει να συλλάβει -πώς να το πω;- το διπλό αδιέξοδο μιας κοινωνίας εξαρτημένης από το εμπόρευμα, που αδυνατεί μέσα στην έλλειψη του τρομερού ναρκωτικού να στηριχθεί στον πρωτύτερο, αντιστασιακό της χαρακτήρα για να υπερβεί μια και καλή την τυρρανία του συνδρόμου στέρησης που τη βασανίζει. Από το λόγο του Θανάση Παπακωνσταντίνου λείπει όλη αυτή η τρομακτική, ακατάλυτη ένταση που βιώνει κανείς σήμερα στην ατμόσφαιρα αυτής της χώρας, τους σπασμούς της μπροστά στο αδιέξοδο. Αυτός ο χείμμαρος όλων των απλήρωτων και των ανοιχτών λογαριασμών του παρελθόντος και του παρόντος που έχουμε ως λαός και που σήμερα μπροστά στην επικείμενη πτώχευση (πτώχευση όχι μόνον υλική, αλλά είναι συνάμα και πτώχευση οραμάτων και ψυχής) ξεσπάει μπροστά στα μάτια μας.
Δεν μπορώ να το εκφράσω καθαρότερα. Ίσως είναι και στο μυαλό μου αυτή τη στιγμή πολύ μπερδεμένο. Αισθάνομαι πάντως, ότι απέναντι σ’ αυτή τη κρίση, δεν χρειαζόμαστε μια λογιστική των πολιτικά ορθών πρακτικών. Το αδιέξοδο, το ελληνικό αδιέξοδο, τοποθετημένο μέσα στο ευρύτερο παγκόσμιο έχει σώμα και ψυχή. Έχει ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο, το οποίο ας πούμε το πιάνει πολύ καλύτερα σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης, παρά την ηλικία του, και τους σχεδόν απόλυτους περιορισμούς που του θέτει παρά καλλιτέχνες όπως ο Θ. Παπακωνσταντίνου.
Το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό ή δεν είναι πολιτικό με τη στενή έννοια του όρου. Έχει να κάνει μάλλον με το ότι αν δεν κοινωνήσεις το σώμα και την ψυχή του ελληνικού αδιεξόδου, δεν θα μπορέσει να συγκινήσεις και να συγκινηθείς. Χάνεις τον ήχο και το υλικό μιας εποχής. Το ζόρι της και τον καϋμό της. Γι’ αυτό ίσως, στ’ αυτιά μου, τα τελευταία χρόνια οι δημιουργικές απόπειρες του Θ.Τ. είχαν τον τελευταίο καιρό μια ερμητικότητα. Μια εσωστρέφεια.
Στην ίδια συνέντευξη, ο Θ.Τ. μιλάει για τον «ελάχιστο εαυτό». Ίσως, το ελάχιστο του εαυτού να αντικατοπτρίζει αυτή τη μόνωση. Ο ίδιος βέβαια δεν θα το βλέπει έτσι -μάλλον το αντίθετο, αφού γι’ αυτόν «ο «ελάχιστος» εαυτός, [που] δημιουργείται κάθε στιγμή από την αλληλεπίδρασή μας με το περιβάλλον». Εγώ πάντως, σκέφτομαι το αντίθετο. Ότι ο ελάχιστος εαυτός είναι αυτός που προκύπτει από μια ενδοσκόπηση δίχως τη λυτρωτική σύνδεση με το συγκεκριμένο, άμεσο περιβάλλον.
Υ.Γ. Παρ όλα αυτά, παραμένω πάντα ερασιτέχνης ακροατής –και ακόμα πιο άτσαλος ερασιτέχνης αναγνώστης και κριτής συνεντεύξεων περί της τέχνης και της μουσικής.
Υ.Γ.2 Ωστόσο, αυτό που μου άρεσε στη συνέντευξη, ήταν ότι ο Θ.Τ. είναι αφοπλιστικά ειλικρινής. Για τα περαιτέρω, μπορεί κανείς να ανατρέξει εδώ
Ψυχρὴ ἰδεολογία (ἀνανεωμένο)
Τὸν τελευταίο καιρὸ ἔχουμε πλακώσει μὲ κάτι φίλους καὶ βλέπουμε ἐργατικὸ κινηματογράφο, προλεταριακὲς ταινίες, διαβάζουμε γιὰ ἐργατικὰ κινήματα καὶ διεκδικήσεις: Μιὰ βουτιὰ στὰ πληβειακὰ κινήματα τῆς τελευταίας 200ετίας, σὲ Δύση, Ἑλληνικὸ Χῶρο, στὴν Περιφέρεια.
Διαβάζουμε μικρὲς καὶ μεγάλες ἰστορίες, ἰστορίες κομματικὲς, λιγότερο ἤ περισσότερο αἰρετικές, μαρτυρίες, λογοτεχνικὲς ἀποτυπώσεις τῆς ἐποχῆς. Τῆς κάθε ἐποχῆς.
Ἕνα πρῶτο, γενικὸ συμπέρασμα ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸ ὑπόβαθρο τῆς πληβειακῆς ἀντιστασιακότητας. Κὶ ἐδῶ, ὁ ὑλισμὸς λειτούργησε ὡς μιὰ ἀφήγηση ποὺ πετσόκοψε τὴν πραγματικότητα. Ὅχι γιατὶ οἱ ὄροι τῆς ἐξαθλίωσης δὲν ὑπήρξαν πάντοτε ὑλικοὶ, κάθε ἄλλο. Γιατὶ διαίρεσε βίαια, μιὰ ὁλότητα καθ᾽ ὅλα ὑπαρκτή, ἕναν πληβειακὸ, πνευματικὸ καὶ ὑλικὸ κόσμο ποὺ λειτουργούσε εν εἴδει ἀρχιμήδειου σημείου γιὰ κάθε ἀντιστασιακὸ διάβημα. Ἀπὸ τὰ κοινοτικὰ δίκτυα ἀλληλεγγύης ποὺ κουβαλούσαν μαζὶ τους οἱ μετανάστες τῆς ὑπαίθρου, κὶ ἐκείνα τὰ πανάρχαια ποὺ ἐπιβίωναν σὲ στρώματα ποὺ εἴχαν γερὲς ρίζες μέσα στὶς πόλεις, μέχρι μιὰ μεταφυσικὴ –κι ἀκόμα μιὰ λαϊκὴ θρησκευτικότητα– τοῦ προσώπου, ποὺ ἐκπαίδευε τὶς φτωχὲς τάξεις νὰ ζοῦν ἐνάντια στὴν εργαλειακότητα καὶ τὴ χρησιμοθηρία τοῦ νέου, νεωτερικοὺ καὶ φετιχιστικὰ «καινούριου» κόσμου ποῦ ἀνέτειλε.
Σκέφτομαι τώρα πὼς αὐτὴ ἡ ἀπέχθεια τοῦ μαρξισμοῦ πρὸς τὴν πνευματικότητα, αὐτὴ ἡ ὀλικὴ καὶ κάθετη ἔχθρα του πρὸς τὸ μεταφυσικό, ὁ ὑλισμὸς του, ἀν θέλετε, εἶναι ὕποπτος πολλῶν ὁλοκληρωτικῶν στρεβλώσεων. Γιατὶ βέβαια, ἀλλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχει ἕνας μεταφυσικὸς κόσμος ρητὰ ἀναγνωρισμένος ἀπὸ μιὰ κοινωνία, ὁρατὸς καὶ κοινοποιημένος ἔτσι ὤστε νὰ ὐποβάλεται σὲ ἔλεγχο καὶ μετασχηματισμοῦς ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πληβειακὸ κόσμο, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὸ πνεύμα ποὺ τοῦ ᾽χει καλλιεργήσει ἠ ζωὴ ἡ δικιὰ τοῦ καὶ τῶν προγόνων του… Καὶ ἄλλο νὰ ὑπάρχει μιὰ ἄρρητη μεταφυσικὴ, ποὺ τρυπώνει παντοῦ, ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων μέχρι τὸ ἄτεγκτο βλέμμα τοῦ πατερούλη, ποὺ καθιερώνει μιὰ πνευματικὴ δουλικότητα τῶν πληβειακῶν τάξεων ὅμοια τῆς ὁποῖας μπορεῖ κανεῖς νὰ ἀπαντήσει μόνο σὲ φαραωνικοῦ τύπου καθεστώτα.
Θυμάμαι τὸν Παπαϊωάννου. Ἔνα μικρὸ του βιβλίο ποὺ τιτλοφορεῖται Ψυχρὴ Ἰδεολογία. Σκέφτομαι πὼς δυστυχώς στὶς πιὸ ἐπιβλητικὲς του μεγαλοπρέπειες, τοῦτος ὁ ὑλισμὸς ὑπήρξε ψυχρὸς γιὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Κὶ αὐτὴ του ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὴ λαϊκὴ ψυχὴ, τὸ πρῶτο σημείο ἀπόκλισης ἀπὸ τὸν πληβειακὸ κόσμο, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ καθοριστικὰ ἔκεῖνα στοιχεῖα ποὺ παρεῖχαν τὴ βάση γιὰ τὸ μετασχηματισμὸ τοῦ ὑλισμοῦ σὲ ἰδεολογία νέων, ἀνερχόμενων, κυρίαρχων τάξεων…
***
Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀκούγονται πολὺ θεωρητικὰ, καὶ λίγο ἀπόμακρα γιὰ τὴ σημερινὴ κατάσταση, ἰδιαίτερα σὲ νεώτερους ἀνθρώπους ποὺ οὔτε ἔζησαν οὔτε ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ δράμα τῆς ὀλοκληρωτικῆς ἐκτροπῆς τῶν σοβιετικῶν κινημάτων τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 20οῦ αἰ. Ἀκούγονται, καὶ σὲ κάποιο βαθμὸ εἶναι, σὰ σὲ ἠθικὸ δίδαγμα κάποιου μακρινοῦ αἰσώπειου μύθου.
Τὸ ἐνδιαφέρον σχετικὰ μὲ ὅλα αὐτὰ εἶναι τὸ πὼς γειώνεται μιὰ τέτοια κακὴ παράδοση στὶς νεοελληνικὲς πραγματικότητες τοῦ σήμερα. Καὶ ἰδιαίτερα στὸ πὼς, ἰδιαίτερα στοὺς χώρους ὄπου ἡ αὐτο-ὀργάνωση καὶ ἡ χειραφέτηση τῶν πληβειακῶν τάξεων λατρεύεται σὰ τοτὲμ.
Κὶ ἐκεῖ βλέπουμε τὴν ἴδια ἀποστροφὴ γιὰ τὸν κόσμο τῶν πληβείων, ποὺ καταδικάζεται συλλήβδην μὲ τὴν κατηγορία καραμέλα τοῦ μικροαστισμοῦ. Σ᾽ αὐτὸ τὸ πεδίο, ὁ έλιτισμὸς τῶν μεσοστρωμάτων συναντάει ἕναν κακοχωνεμένο τἀχα-μου νιτσεϊσμὸ, ἀπὸ ἐκείνον ποὺ παρουσιάζεται ὥς τέτοιος στὶς ψευδοκουλτουρὲ φυλλάδες.
Κὶ ὅμως, ἀν δεῖ κανεὶς τὸ ἰστορικὸ τῆς αὐτο-ὀργάνωσης τῶν ἐλληνικῶν λαϊκῶν τάξεων, ἀκόμα καὶ μετὰ τὴ μεταπολίτευση, θὰ συναντήσει ἔκπληκτος νὰ εἶναι καμωμένο ἀπὸ τὰ ἴδια μισητὰ ὐλικὰ. Ἀς δεῖ κανεῖς τὸν «Ἀγὼνα» τῶν ἔξι τῆς «Λαϊκῆς Ἀλληλεγγύης» τοῦ ΕΚΚΕ, ἕνα ντοκυμαντὲρ γιὰ τοὺς πρώτους, ἐργατικοῦς ἀγώνες τῆς μεταπολίτευσης τὸ ὁποῖο πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ, στὰ πλαίσια μιὰς ρεπούσιας κι ὁργουελιανῆς ἀντίληψης γιὰ τὴν ἰστορία εἶχαν οἰκειοποιηθεῖ κάτι ἀντιεξουσιαστὲς καὶ τὸ προέβαλλαν μὲ διασκευασμένο τίτλο «Ἕλληνες Πακιστανοὶ ὄλοι μαζὶ», θα δεῖ ὅτι τὸ «ὑποκείμενο» εἶναι ἀκριβῶς οἱ μισητοὶ ἄνδρες καὶ γυναίκες «τῆς διπλανῆς πόρτας». Ὁ φτωχὸς ἀγρότης στὸ τρακτὲρ μὲ τὴν ἑλληνικὴ σημαία, ἡ ἐργάτρια νοικοκυρὰ μὲ τὸ μαντήλι, ὁ φτωχὸς ἐργάτης, συχνὰ μικρασιάτης πρόσφυγας, τοῦ καφενείου. Ὅτι ἀκριβῶς καταγγέλεται, δηλαδὴ, συχνὰ στ᾽ ὄνομά τους, μέσα ἀπὸ τὶς ἐκατοντάδες ἀφίσες ποὺ βλέπουμε στὸ δρόμο.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὴ Σπίθα τοῦ Θεωδωράκη. Ἑνῶ ἀποτελεῖ τὸ πρώτο ἐγχείρημα αὐτο-ὀργάνωσης λαϊκῶν τάξεων μὲ ἀμεσοδημοκρατικὴ λογικὴ, ἐνῶ μπορεῖ κανεὶς νὰ συναντήσει μέσα στὶς πολυπληθεῖς συνελεύσεις του ἀπὸ μανάβηδες, μπακάληδες, ὑδραυλικοῦς, ἀνεργους οἱκοδόμους, μέχρι γιατροῦς, δικηγόρους καὶ ἐλεύθερους σκοπευτὲς τοῦ διαδικτύου σὲ κρίση πολιτικῆς μεγαλομανίας, ἐνῶ τὰ στοιχεία ποὺ συνθέτουν αὐτὴ τὴ δυναμικὴ βρίσκονται πολὺ κοντά στὸ πλήθος τοῦ Ἀντώνιο Νέγκρι ποὺ πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, καὶ προτοῦ ξεχαστεῖ ὤς κάθε ιδεολογικὸ λάιφσταιλ φτιασίδι, ἀποτελούσε ἄλλο ἕνα εἴδωλο πρὸς λατρεία αὐτῶν τῶν χώρων.
Ἄλλα η Σπίθα τοῦ Θεοδωράκη, καταδικάζεται συλλήβδην ὤς «ἐθνικοσοσιαλιστικὴ». Καὶ τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι καταδικάζεται ὤς τέτοια ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει πετύχει πρὸς τὸ παρὸν αὐτὸ ποὺ διακηρύττει. Νὰ ἐκφράσει μέσα ἀπὸ ἄμεσες, ἀνοιχτὲς διαδικασίες, χωρὶς μεσολαβήσεις καὶ δόλιες «ἐκπροσωπήσεις» τὸν παλμό τοῦ ὑπὸ λεηλασία ἑλληνικοῦ λαοῦ. Ἀπλὰ τὸ πρόβλημα τῶν αὐτῶν χώρων, εἶναι κυρίως πολιτισμικὸ, καὶ ἀφορὰ σὲ τελευταία ἀνάλυση μὲ μιὰ βαθιὰ ἀντίθεση ποὺ διατηροῦν ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ λαοῦ… Καὶ τούτο εἶναι ἡ πραγματικὴ αἰτία τῆς ἀντιπαράθεσης.
Κὶ ἐδῶ, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες χώρες ἔξω ἀπὸ τὴν μητρόπολη τοῦ καπιταλισμοῦ, ὁ αὐτὸς ἐλιτισμὸς ποὺ περιγράψαμε μὲ γενικούρες στὴν πρώτη ἐνότητα τῶν σημειώσεων αὐτῶν, πολλαπλασιάζει τὶς ἀλλοτριωτικὲς τοὺ λειτουργίες, καθῶς ἐμπλέκεται στὴν καλλιέργεια τῆς ἀντίθεσής τοὺ μὲ τὸν κόσμο τοῦ «ντόπιου, γήινου λαοῦ», μὲ τὴν ἀποικιοκρατία. Καὶ τούτο γιατὶ ἰστορικὰ, αὐτὴ ἡ «τάχα-μου-ἀπὸ-τἀ-μέσα» ὑπονόμευση τῆς κουλτούρας καὶ τοὺ πνεύματος τῶν λαϊκῶν στρωμάτων ἔχει παίξει ρόλο πολιορκητικοῦ κριοῦ στὴ πνευματικῆ ἀποικιοποίηση τοῦ τόπου. Ἕνα ἐγχείρημα δηλαδὴ φωτισμοῦ καὶ διαπαιδαγώγησης τοῦ ἵδιου τοῦ λαοῦ, ποὺ καταλήγει πολὺ συχνὰ ν᾽ ἀποτελεῖ ἕνα νόθο προτσέσο τῆς αποικιοκρατίας…
Ἀλλὰ ἥδη ἡ βαλίτσα ἔχει πάει πολὺ μακριὰ…
Υ.Γ. Ὅλα τούτα δὲν ἀποτρέπουν βέβαια, ἐγχειρήματα ὅπως αὐτὸ τῆς Σπίθας τοῦ Μίκη νὰ πὰν ἐντελῶς σκατὰ, ἀκολουθώντας τὸν ἐσχάτως κυρίαρχο κανόνα αὐτῆς τῆς ὑπέροχα σάπιας χώρας…
Υ.Γ.2 «Ἡ ζωὴ ἐναλάσσεται, σὰ σὲ ντελίριο μέσα σ᾽ ἕνα «ρόλερ-κόστερ-τζούντ (τρενάκι-του-φόβου)» εἴπες ἕνα μουντὸ, σκυθρωπὸ πρωϊνὸ. Ἐγῶ Ν., σύντροφε, σοῦ λέω «νὰ σπάσουμε τὴ μόνωση τοῦ τσιμέντου. Νὰ βγούμε ἔξω. Γύρνα φτερωτὴ τοὺ Μύλου!». Δύο χάσκακες ποὺ πετοῦν τσουβάλια ἀνάκατα, λέξεις συναισθήματα ὁδοφράγματα στὴν ἀποσύνθεση ποὺ πλυμμηρίζει.
Σπουδή στην πνοή της Ιστορίας
ΣΠΟΥΔΗ ΤΡΙΤΗ
Τα γεγονότα δεν έχουνε διαστάσεις την ώρα που τελούνται
τις αποχτούνε με το χρόνο κι όλα είναι γύρω σου
σαν να μην είναι
άλλωστε έτσι γράφεται κι η Ιστορία τελικά πρέπει να
μάθεις πως καμιά θυσία δεν πάει χαμένη και τα βράδια
όταν πλαγιάζεις έμφλογος και άγρυπνος ακούγονται τριγμοί στα σανίδια της οροφής καθώς περνούν τα τρένα
με λυγμούς
(Κλείτος Κύρου, Περίοδος Χάριτος, 1992)
Δίπλα, σε κάποια απόσταση, η μοτοσικλέτα
έγειρε το τρομερό θεριό, βογγάει, θαρρείς για σένα
με τα γκάζια κολλημένα κι ήχο φοβερό
μα εσύ μόλις που τ’ ακούς, κι ήρεμα κοιτάς τον ουρανό.
Με φτερά στα πόδια και ελευθερία με τα κυβικά
κοίτα το τζιτζί μου πώς τραβάει, κοίτα το θαρρείς πετάει
τώρα όλη η ζωή σου ένα φιλμ τρελό
οι εικόνες κι οι φωνές, Θεέ μου, δεν μπορώ να κουνηθώ.
Το κορίτσι που χαμογελά καθώς απομακρύνεσαι
πάνω σου σκυμμένο ψιθυρίζει «κράτα, μην αφήνεσαι»
το παιδί στο βενζινάδικο σου ‘δωσε μια ευχή
δεν μπορεί να πάει χαράμι, δεν μπορεί, θα βγει αληθινή.
Στὸ μπαμπὰ μου
Μεγάλωσα μέσα σ᾽ ἕνα συνεργείο, μὲ τὴ μυρωδιὰ τὴς βενζίνης καὶ τοῦ καμμένου λαδιοῦ στὴ μύτη. Μεγάλωσα θωρώντας ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ μπόμπιρα δερμάτινα μπουφάν, τζὴν καὶ κόκκινα φουλάρια. Ἀποκοιμήθηκα ἐκατοντάδες φορὲς ἀνάμεσα σὲ μεγάλες παρέες, Σεπτέμβρη, στὸ θέατρο δάσους, ἐκεῖ στὴν πλαγιά, μὲ τους ἤχους τοῦ Παπάζογλου καὶ τῶν Χειμερινῶν Κολυμβητῶν νὰ μὲ νανουρίζουν.
Ὅλα τοῦτα, τὰ θυμάμαι μὲ τὸν τρόπο ποὺ θυμούνται οἱ μικροί, ὄχι ἀκριβῶς, μὰ στὸ περίπου, ἔτσι ὅπως θαμπὰ καὶ ἀστιγματικά ἐντυπώνονται οἱ μνήμες τῆς παιδικὴς ἡλικίας στὸ μυαλὸ μας.
Ἧταν τότε, μιὰ καλή ἐποχὴ γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, ἡ ὀποία ἐξελισσόταν λίγο πριν ἡ πόλη καταντήσει παρασιτικὴ φραπεδούπολη, ὅταν ἀκόμα συγκρατούσε αὐτὸν τὸν χαρακτήρα τῆς φτωχομάνας καὶ ταυτόχρονα ἧταν ἀνοιχτὴ σὲ πολιτιστικοῦς καὶ πνευματικοῦς πειραματισμοῦς, ἴσως τοὺς τελευταίους τῆς Ἑλλάδας, δίχως νὰ χάνει τὴν ταυτότητά της.
Ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μοὺ ἔχει ἐντυπωθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἐὰν εἶναι μιὰ εἰκόνα λίγο ἐξωραϊσμένη στὴ λεπτομέρειά της, εἶναι ἕνας τύπος ἀνθρώπου, σὰν αὐτὸν ποὺ περιγράφει ὁ Νίκος ὁ Παπάζογλου στὴν «Εὐχή» του. Δηλαδὴ ἕνας τύπος Θεσσαλονικέα ποὺ ἀπέπνεε τόσο αὐτὴν τὴν αἴσθηση τῆς περιπλάνησης, ποὺ σὲ κάποιον βαθμὸ εἶχε μιὰ σχέση καβαφικὴ μὲ τὴ μοτοσυκλέτα του, καὶ ποὺ ταυτόχρονα διατηρούσε ἄρτια τὴν ἐντοπιότητά του –μὲ τὸν ἵδιο τρόπο ποὺ ὁ Παπάζογλου συνθέτει τὸ ρὸκ μ᾽ ἕναν λαϊκότροπο δρόμο γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὸ «τζιτζὶ» του (καὶ ἐδῶ, ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ λέξη ἔχει σημασία). Στὸ ἵδιο μήκος κύματος, δὲ, αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου ἧταν φορέας μιὰς κουλτούρας τοῦ αὐτεξούσιου, χωρὶς ὅμως νὰ καταλήγει σ᾽ αὐτὸν τὸν ἀποκρουστικὸ ἀντιεξουσιασμὸ τῶν ὑπερκαταναλωτικῶν καὶ ἄκρως παρασιτικῶν μεσοστρωμάτων ποὺ κυριάρχησε μετέπειτα στὴν πόλη πάνω στὴ βάση τῆς φραπεδοποίησής καὶ τῆς παρακμῆς της.
Τούτος ὁ τύπος ἀνθρώπου δὲν ἧταν τέλειος. Χωρὶς νὰ ἀποφεύγει ἡ νὰ νικάει τὶς ἀντιφάσεις καὶ τὶς ἀρνητικὲς τοὺ πλευρές, ἧταν ὅμως ἀκέραιος, στεκόταν δηλαδὴ ἑνάντια στὴν ὑβρι τοῦ νεοέλληνα παρασίτου. Ἧταν ἕνας οργισμένος Βαλκάνιος δηλαδὴ, μόνο ποὺ ἐνσάρκωνε τέλεια τὴν βαλκανικὴ κὶ ἑλληνικὴ, σαλωνικιώτικη ταυτότητά του, ἀπέχοντας ἔτσι μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐξαμερικανισμένη καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐντελῶς κοινωνικὰ ἀνύπαρκτη, καὶ ἄκρως στυλιζαρισμένη ἐκδοχὴ τοῦ Νικολαΐδη.
Δὲν ὑποστηρίζω ὅτι αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου δὲν εἶχε ἀδιέξοδα. Ἀπόδειξη γιὰ τὸ ἀντίθετο εἶναι ὅτι ἀρκετοὶ πρώην τέτοιοι τύποι ἔχουν καταντήσει θλιβεροὶ ρωξάκηδες ἐπιχειρηματίες-ὀπαδοὶ τοῦ Μπουτάρη καὶ λάτρεις μιας εὐζωίας τῶν καλῶν κρασιῶν καὶ τῶν βιολογικῶν προϊόντων ποὺ στὴ βάση τῆς ἔχει τὴν ἐγωκρατία καὶ τὸν σταρχιδισμὸ στὴ χημικὰ καθαρὴ τους μορφὴ.
Λέω ὅμως, ὅτι ὁ τύπος Θεσσαλονικιού ποὺ μισοὑπήρξε μιὰ ἐποχὴ καὶ ποὺ περιγράφεται σ᾽ αὐτὸ τὸ τόσο σαλονικιώτικο τραγούδι τοῦ Παπάζογλου λείπει σήμερα ἀπὸ τὴν πόλη, ἔχει καταπλακωθεῖ μαζί μὲ τὰ ἄλλα ἀπομεινάρια τῆς περασμένης ἐποχῆς, ἀπὸ τὰ Κόσμος Μεντιτεράνεαν, τὰ φράγκα, καὶ τὶς γκουρμὲ εὐαισθησίες τῆς κοσμογυρισμένης, φιλελεύθερης κλίκας τῶν ἀφεντικῶν ποὺ κάνουν σήμερα κουμάντο στὴν πόλη.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος μάλλον, κάτι συνειρμικὲς τοῦ τραγουδιοῦ παιδικὲς ἀναμνήσεις ποὺ ἔρχονται νὰ ἀπαντήσουν σὲ τωρινὰ κενὰ τὴς σαλονικιώτικης καθημερινότητας, ποὺ δυναμώνω τὴ φωνὴ τέρμα κάθε ποὺ τὸ κομπιούτερ παίζει τὴν «Εὐχὴ» τοῦ Παπάζογλου…
Ἐπιστροφὴ στὰ βασικὰ
Πολυτονικὸ
Πολλοὶ φίλοι μὲ κοροϊδεύουν γιατὶ προσπαθῶ νὰ γράψω στὸ πολυτονικὸ. Εἶναι λὲν γεροντοκορίστικο. Ἄλλοι δὲν μὲ πιστεύουν ὅτι μαθαίνω καὶ ἀπλὰ νομίζουν ὅτι τοὺς κοροϊδεύω καὶ ὅτι ἄπλα ἐγκατέστησα τὸν πολυτονιστὴ στὸν ὐπολογιστὴ μου. Ἄλλα οὔτε αὐτὸ ἰσχύει, κὶ ἐπιπλέον στὰ μάκιντος δὲν νομίζω νὰ ὑπάρχει σπασμένος ὁ πολυτονιστὴς -ὅχι ὅτι ἔχω ψάξει δηλαδὴ, ἀλλὰ ἔτσι φαντάζομαι.
Ἐγῶ πάλι ἔχω ἄλλη ἄποψη. Μετὰ ἀπὸ πολλὴ σκέψη καὶ παλινδρόμηση κατέληξα νὰ θεωρῶ ὅτι ἡ κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ, δίκην εὐκολίας καὶ ταχύτητας εἶναι μιὰ πράξη ποὺ συμπυκνώνει μέσα της ὅλη αὐτὴ τὴ λογικὴ ποὺ θὰ τὴν λέγαμε μοντερνίστικη, ἐκσυγχρονιστικὴ λογικὴ τοῦ κεφαλαίου. Προσέξτε τὰ ἐπιχειρήματα: Εὐκολία καὶ ταχύτητα. Εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τοῦ ἠλεκτρονικοῦ καπιταλισμοῦ τὸν ὁποῖον βιώνουμε.
Οἰ συνθήκες αὐτοῦ τοῦ καπιταλισμοῦ ἐξορίζουν μιὰ μέριμνα γιὰ τὴ φόρμα τῆς γραφῆς, καὶ γιὰ μιὰ στίξη ποὺ νὰ καταγράφει καλύτερα τὴν προφορικὴ συνθήκη μιὰς γλώσσας. Κὶ ὕστερα βέβαια εἶναι καὶ μιὰ ἱστορικὴ προοπτικὴ ποὺ συνδέεται μὲ τὸ πολυτονικὸ, ποὺ τὸ κεφάλαιο τὴ σιχαίνεται. Γιὰ ὅλους αὐτοῦς τοὺς λόγους, νομίζω ὅτι τὸ πολυτονικὸ ἔγινε ξαφνικὰ ντεμοντὲ σὲ μιὰ Ἑλλάδα ποὺ εἴχε μόλις ἀποκαταστήσει τῖς πληγὲς της, καὶ ἐπιθυμούσε ἐπιτέλους νὰ ζήσει τὰ θαυμαστὰ προϊόντα τῆς καπιταλιστικῆς Δύσης.
Τώρα, ἄν ἡ συζήτηση πάει στὴν ἀριστερὰ καὶ τὴν τοποθέτηση ποὺ κυριάρχησε στοὺς κόλπους της σχετικὰ μ᾽ αὐτὸ τὸ ζήτημα, νομίζω ὅτι αὐτὴ τσίμπησε στὸ δόλωμα τοῦ κεφαλαίου, καὶ μεταβλήθηκε στὸν καλύτερο ἐκφραστὴ του, γιατὶ παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ οἰδιπόδεια συμπλέγματά τῆς, καὶ νόμιζε ὅτι θὰ μπορούσε μὲ σημαίες της τὴν εὐκολία, τὴν ταχύτητα καὶ τὸν λιγότερο δυνατὸ μόχθο νὰ τσάκιζε τὸ οἱκοδόμημα τῆς παράδοσης καὶ τῆς ἐθνικῆς γραμματείας… Εἶναι δηλαδὴ πράξη ἐνσωμάτωσης στὴ λογικὴ τοῦ κεφαλαίου αὐτὴ ἡ θέση, καὶ θλιβεροῦ ἐπαρχιωτισμοῦ, ἀπότοκου τῆς ἀποικιοκρατίας, ποὺ θέλει νὰ ἱσοπεδώσει τὴν οἱκεία διαφορὰ προκειμένου νὰ μοιάσει στὸν κυρίαρχο.
Αὐτὲς οἱ σκέψεις μὲ ὁδήγησαν νὰ προσπαθῶ νὰ γράψω στὸ πολυτονικὸ, παρὰ τὸ κάζο καὶ τὴν κοροϊδία τῶν φίλων. Τώρα δὲν ξέρω ἀν θὰ τὰ καταφέρω, γιατὶ εἶμαι προϊὸν ἑνὸς Πασόκειου ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, καὶ ἔχω ἐθιστεῖ στὴν ταχύτητα καὶ τὴν εὐκολία, ἀδυναμία ποὺ δημιουργεῖ πολλὰ προβλήματα στὰ πράγματα ποὺ θὰ ἤθελα νὰ κάνω. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλης τάξεως ζήτημα.
Αὐτὰ
MέσαΜαζικήςΜεταφοράς
Σήμερα πῆγα μὲ τὸ λεωφορεῖο. Τὸ παράτησα ἐντελῶς τὸ ὄχημα. Σὰς συνιστῶ νὰ πράξετε κὶ ἐσεῖς τὸ ἴδιο.
Ἔκανα 10 λεπτὰ γιὰ νὰ πάω στὴ δουλειὰ μου. Καὶ αὐτὰ τὰ δέκα λεπτὰ δὲν τὰ ἔφαγα σπάζοντας τὰ νεύρα μου. Τὰ ἔφαγα σ’ ἔνα δημιουργικὸ χασομέρι, νὰ κοιτῶ τοῦς περαστικοῦς, νὰ ὀνειρεύομαι μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτὰ, νὰ μιλῶ μὲ τὸν ἐαυτὸ μου.
Σ’ αὐτοῦς τοῦς ῥυθμοῦς καταλαβαίνεις ὅτι δὲν εἶναι ἡ ταχύτητα τὸ θέμα. Ἀντίθετα, ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ ἐπιτευχθεῖ μιὰ ἰσορροπία βραδύτητος καὶ φούριας. Φούριας, ὄχι ταχύτητας. Γιατὶ ἡ ταχύτητα ἔτσι ὅπως ἐπιβάλλεται στοῦς δρόμους τῆς πόλης, εἶναι ἕνα ἀπόλυτα ἀντιανθρώπινο μέγεθος. Εἶναι ἡ ταχύτητα τοῦ ἄυλου, εἰκονικοῦ, ἄφθαρτου κεφαλαίου, τὸ ὅποιο κινείται μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτὸς μέσα στὶς ὁπτικὲς ἴνες καὶ ὐπαγορεὺει τὸν κανόνα, ἐξουσιάζοντας τὰ δύστυχα, φθαρτὰ ὄντα.
Ὁ ποιητὴς εἴχε δίκιο: Ἐκατομμύρια μηχανὲς τυρρανάνε τὶς φτωχὲς μας τὶς ζωὲς.
Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ὑπάρξει μιὰ παύση. Νὰ ἐξορίσουμε ἀπὸ τὶς πόλεις τὰ αὐτοκίνητα. Τουλάχιστο. Καὶ νὰ ἐπιβάλουμε τὴ βραδύτητα καὶ τὴ γαλήνη στοῦς δρόμους τὴς πόλης.
Τὸ διάβημα αὐτὸ δὲν ἔχει μόνον ψυχολογικὲς διαστάσεις. Καὶ ἀπ’ τὴ σκοπιὰ τοῦ ὠφελιμισμοῦ νὰ τὸ ἐξετάσει κανεῖς το θέμα, πλέον τὸ λεωφορεῖο, τὸ ποδήλατο, τὰ δυὸ μας τὰ ποδαράκια εἶναι μέσα ταχύτερα, φθηνότερα & ἀποδοτικώτερα γιὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει κανεῖς μέσα στὴν πόλη. Ἰδιαίτερα σὰν τὰ συνδυάσει κανεῖς ὅλα.
Ὅμως, ἐδὼ δὲν θέλω νὰ μιλήσω γι’ αὐτὰ. Γιατὶ μοὺ τὴν ἔχει δώσει μια λογικὴ νὰ τὰ κουβεντιάζουμε ὅλα σὰ σὲ ἰσολογισμοῦς ἐσόδων-ἐξόδων. Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι μόνον λογιστικὴ. Ἔχει καὶ ποιητικὴ διάσταση.
Αὐτὴν ἔχουμε ἐξορίσει ἀπ’ τὶς ζωὲς μας, κὶ ἔτσι ἔχουμε καταντήσει μηχανὲς δυστυχίας.
Πόντιοι φίλοι και αδερφοί
Στον Μίκη, τον απείθαρχο,
ακάματο συλλέκτη φυλακών,
κρατήσεων,
και στερήσεων εξόδου.
Κι ακόμα,
στον Στάνισλαβ,
τον Κοσμίδη
και στ’ άλλα παιδιά.
Είναι πολύ δύσκολο να παραχθεί από τη σημερινή καθημερινότητα του στρατού μια ποίηση των μικρών, καθημερινών στιγμών, του είδους που προκύπτει όταν πολλοί άνθρωποι βράζουν, τσουρουφλίζονται για μέρες στο ίδιο καζάνι. Και τούτο γιατί –γαμώτη μου!– είναι οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει, που έχουν χαλάσει μάλλον, και που αδυνατούν να σταθούν στο ύψος των ωραίων στιγμών που προκύπτουν τυχαία και ενάντια στην περιρρέουσα, άτσαλη ατμόσφαιρα του στρατού.
Οι μόνοι που στέκονται ενάντια σ’ αυτόν τον κανόνα ή που τουλάχιστον το έκαναν σ’ ό,τι έζησα εγώ, ήταν οι τραχείς και άξεστοι, οι χονδροπρεπείς μα τόσο ανθρώπινοι Πόντιοι. Ξέρω βεβαίως, ότι στο στρατό είναι εκείνοι που συχνά δημιουργούν προβλήματα, λόγω συμπεριφοράς κι απειθαρχίας. Κι εδώ τούτο συνέβαινε συχνά. Μα, στην αλήθεια, πολύ γρήγορα μπορεί κάποιος αν αποτινάξει το βαρύ πέπλο της προκατάληψης να ανακαλύψει τα αληθινά ελατήρια τούτης της συμπεριφοράς. Γιατί είναι συχνά οι νεοέλληνες τσόγλανοι που δημιουργούν το πρόβλημα, κι εξίσου εκείνην η δημοσιοϋπαλληλική πουστιά που έχει καταφάει το φρόνημα των αξιωματικών. Δεν είναι δηλαδή δίχως αιτία η ανυπακοή, αλλά κυρίως διότι διαισθητικά μπορούν να κατανοήσουν πολύ καλά το πως αυτοί οι δύο παράγοντες διαμορφώνουν ένα κλίμα, όπου κυριαρχεί η προσποίηση και η υποκρισία, ένα ήθος βουτυρομαγκιάς και ψευδοστρατοκαβλισμού, ένα προσωπείο ψεύτικο –και γι’ αυτό ανάξιο οποιουδήποτε σεβασμού.
Και τούτο το ξέρουν αμφότεροι οι ελάχιστοι νεοέλληνες φαντάροι και αξιωματικοί, και γι’ αυτό βαθύτατα τους απεχθάνονται –για κείνο ακριβώς που έλεγε ο Νιόνιος ότι «η σύμβασή τους διαισθάνεται σ’ αυτούς μιαν άλλη απειλή». Οι περισσότεροι αξιωματικοί τους μισούν πολύ και τους φοβούνται περισσότερο. Γιατί δεν μπορούν να τους κάνουν καλά. Ξέρουν, γιατί έχουν μάθει πολύ καλά μέσα από την εμπειρία τους, ότι για να τους συνετίσουν, θα πρέπει να τους εμπνεύσουν –και τούτη η πρόκληση απαιτεί άλλην πάστα ανθρώπων από αυτή που είναι σήμερα, καταναλωτές χάμπουργκερ, και ταβλαδόροι. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι, οι περισσότεροι, που είναι πραγματικοί Πόντιοι και όχι Πόντιοι της ανάγκης και της πλαστής βίζας, διατηρούν ακόμα εκείνην την μαχητική ελληνική συνείδηση, το μυστικό τους όπλο που τους βόηθησε στην επιβίωση μέσα από τους μακραίωνους διωγμούς και τους κατατρεγμούς. Και το πρόσωπό τους φωτίζεται σαν τους μιλήσει κανείς για όλα αυτά, την αντιστασιακή μας συνείδηση, το Βυζάντιο, την αντίσταση στους Οθωμανούς, το ’22. Αλλά όπως καταλαβαίνετε όλα αυτά είναι πολύ χοντρά γράμματα για να τα βάλει ένας αξιωματικός στο στόμα του –κι έτσι η συναδέλφωση δεν πραγματώνεται ποτέ.
Και βέβαια, τα δικά μας, τα κακομαθημένα εκνευρίζονταν να βλέπουν πραγματικά μάγκες, χοντροκέφαλους ανθρώπους, ν’ αμφισβητούν τις απειλές και τις συνέπειες της ανυπακοής μέχρι το τέλος, να μαζεύουν εκατοντάδες φυλακές, οι οποίες χάνουν πια το νόημά τους, γονατίζοντας και τους πιο σκληρούς οπαδούς της πειθαρχίας.
Κι όμως, οι ίδιοι άνθρωποι είναι που πάντα κάνουν τα χειρότερα νούμερα σκοπιά, και που το πρωΐ βαστούν ολόκληρο στρατόπεδο με τα μερεμέτια τους. Και που πάντα θα χαμογελάσουν και θα πουν καλή κουβέντα σ’ όποιον τους καταδεχτεί, ενώ δεν θα πειράξουν ποτέ τον αδύναμο ή εκείνον που θα τους αφήσει ήσυχους να περάσουν το άγος μιας θητείας σ’ έναν στρατό που δεν τους θέλει.
Και είναι αυτό το ήθος, η αξιοπρέπεια που αρκετές φορές παρέδωσε και μαθήματα ακόμα, μ’ έκανε να καταλάβω πως λειτουργεί η διαλεκτική του κυρίου και του δούλου. Γιατί με δίδαξαν οι Πόντιοι με το παράστημά τους, πολλά πάνω στη σχέση του καταπιεστή και του καταπιεζόμενου εν γένει. Στο πως ακριβώς, οι καταπιεσμένοι δίχως ήθος, και δίχως κάτι τελοσπάντων βαθύτερο από την συνείδηση της αδυναμίας που γεννά η περίσταση της επιβολής και της κατωτερότητας, καταντούν θλιβεροί ακόλουθοι ν’ αναπαράγουν μεταξύ τους την ίδια αδικία που εισπράττουν.
Σαν εκείνο το δεκανέα που στην πολιτική ζωή ήταν καλησπεράκιας σε ταβέρνα στην Άθωνος, και που έβγαλε όλο το άχτι επάνω μας, για όλες τις υποκλίσεις και τις καλησπέρες που λέει κάθε μέρα, όρθιος, ενοχλητικός και παράταιρος, για πέντε ψωροδεκάρες.
Ή σαν τον άλλο τον δεκανέα, έναν γκαίη εξουσιολάγνο, που του άρεζε να δίνει παραγγέλματα, να φωνάζει και να διατάζει, να ταλαιπωρεί και να βασανίζει τους φαντάρους σαν να ‘θελε να εκδικηθεί για τις ματαιώσεις και τις απορρίψεις που έχει εισπράξει.
Είναι λοιπόν αυτοί, οι Πόντιοι που στέκονται στον αντίποδα όλης αυτής της ξεφτίλας, που ξαφνικά ξεπετάγεται μέσα στη μικροκοινωνία του στρατού. Όμορφοι γιατί ‘ναι ταυτόχρονα πιστοί στην πατρίδα κι αντιεξουσιαστές, ανεπίδεκτοι πειθαρχίας κι υπάκουοι σε μια πανάρχαια, σχεδόν αρχέγονη ηθική, άγριοι και χαμογελαστοί, απότομοι, και πολύ εκλεκτικοί στην καλοσύνη τους. Αγράμματοι και τόσο πεπαιδευμένοι στο χαρακτηριστικό ελληνικό συναμφότερο.
Είναι οι Πόντιοι, σε δυάδες, και μας χαιρετάνε ξέγνοιαστοι, νύχτα, καθώς ροβολούνε το στρατόπεδο, για να φυλάξουν άλλο ένα γερμανικό, στην πιο άβολη κι ανεπιθύμητη σκοπιά του.
Μια διαλεκτική ολότητα
Το γιαν και το γιν, λέει ο Μαρσέλ Γκρανέ στη Κινέζικη Σκέψη (εκδόσεις Γνώση), αποτελούν δύο καταστάσεις ταυτόχρονα ανταγωνιστικές και συμπληρωματικές –συγκρουσιακές μέσα στην ενότητά τους. Αυτές οι μέρες είναι μέρες που ζουν μιαν τέτοια αντίθεση που εκτιλύσσεται μέσα σε μια ενότητα:
Είναι μέρες έντονων εσωτερικών διαδρομών, με φόντο θκυο-τριών ευκαλύπτων που λυγίζουν από το απαλό αεράκι διψασμένοι για δροσιά, και μια ντουζίνα αρμάτων χαμαί, στη γούβα, να κείνται ψυχρά κι άψυχα.
Πάνω απ’ αυτά, μες την Ησυχία, κυλάει ο Καιρός: Το χθες συναντάει το σήμερα και το αύριο, καθώς παρελαύνουν σκέψεις, εικόνες, πρόσωπα και συναισθήματα.
Εν τω μεταξύ στην πλάτη καρφώνονται τα θραύσματα που εκτοξεύει η εντατική δουλειά της διάλυσης μιας ολόκληρης χώρας.